Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα. Στις 17.11.1918 σε έγγραφο προς την κυβέρνησή του, αναφέροντας το μόνιμο αίτημα του ελληνικού τύπου για εκχώρηση προς την Ελλάδα, μετά τον πόλεμο, της Βορείου Ηπείρου, της Δωδεκανήσου, της Θράκης, της Κύπρου και της δυτικής παραλίας της Μικράς Ασίας, συνηγορεί υπέρ εκχωρήσεως της Κύπρου, της Δωδεκανήσου και του καθαρώς ελληνικού τμήματος της Βορείου Ηπείρου. Για τη ν Κύπρο ειδικά πιστεύει ότι η μικρότητα της μουσουλμανικής μειονότητας, οι διακηρύξεις της Βρετανίας για τις εθνότητες και η προηγούμενη προσφορά της Κύπρου στην Ελλάδα, καθιστούν τρομερά δύσκολο να αρνηθεί τώρα η χώρα του την εκχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα. Ζητεί πάντως επίσημο καθορισμό της βρετανικής πολιτικής στο Κυπριακό, και στις 11.12.1918 αυτή διατυπώθηκε σε έγγραφο του Κρόου (Crowe): Η Κύπρος θα χρησίμευε ως κίνητρο «αισχύνης» για να υποχρεωθεί η Ιταλία να εκχωρήσει τη Δωδεκάνησο στην Ελλάδα ˙ ανακοίνωση προθέσεως να εκχωρηθεί η Κύπρος θα γινόταν αν προηγείτο ικανοποιητική [για τα βρετανικά συμφέροντα] διευθέτηση του συνόλου των ελληνικών προβλημάτων. Η γνώμη του Ναυαρχείου ήταν προς τούτο απαραίτητη και αυτή θα εξαρτάτο από τις διευθετήσεις στην Αρμενία και τη Συρία, και από τη συμφωνία Sykes-Picot. Λιγότερο από ένα μήνα αργότερα όμως η βρετανική πολιτική στο Κυπριακό σκληρύνθηκε και έγινε απόλυτα αρνητική με επικράτηση των απόψεων του λόρδου Κέρζον (Curzon) και άλλων. Υπό το πρίσμα αυτής της αλλαγής ο Γκράνβιλλ παρακάλεσε θερμά τον Ελευθέριο Βενιζέλο στις αρχές Ιανουαρίου να μην είναι πάρα πολύ βέβαιος ότι μετά το τέλος του πολέμου η βρετανική κυβέρνηση δεν μπορούσε παρά να εκχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα, όπως του είχε τονίσει παρατηρώντας ότι ο ίδιος ωστόσο δεν είχε κάμει τίποτε για να ενθαρρύνει τις σχετικές έντονες τότε διεθνείς φήμες και κινητοποιήσεις (των Κυπρίων και των Ελλήνων).