Υπουργός Εξωτερικών της βρετανικής κυβέρνησης των Φιλελευθέρων του Γλάδστωνος, που διαδέχθηκε την κυβέρνηση των Συντηρητικών κατά του Απρίλιο του 1880. Για να μειώσει τα επιτεύγματα των Συντηρητικών, που είχαν καταλάβει την Κύπρο δυο χρόνια πριν, ο Γκράνβιλλ δήλωσε στις 10.6.1880 ότι η απόκτηση της Κύπρου δεν έφερνε κανένα πλεονέκτημα στη Βρετανία είτε από στρατιωτικής είτε από πολιτικής απόψεως. Σ' αυτό διαφώνησε η βασίλισσα Βικτώρια και συμφώνησαν άλλοι όπως ο Φράουντ (Froude). Ο Γκράνβιλλ θέλησε να στηρίξει την βρετανική πολιτική έναντι της Τουρκίας στα θέματα του Μαυροβουνίου, των συνόρων της Ελλάδας και των μεταρρυθμίσεων που είχαν συμφωνηθεί με τον σουλτάνο, βάσει της συνθήκης για εκχώρηση της Κύπρου (1878), να εισαχθούν στην Ασιατική Τουρκία και ιδιαίτερα στην Αρμενία, όχι σε μονομερείς βρετανικές ενέργειες αλλά σε συνδυασμένες ενέργειες των μεγάλων δυνάμεων. Αυτό ιδίως ίσχυε μετά την κατάληψη της Αιγύπτου (τουρκικής κτήσεως ως τότε) από τους Άγγλους.
Κατά τον Ιούνιο του 1880 ο Γκράνβιλλ έγραφε στον Βρετανό απεσταλμένο στην Κωνσταντινούπολη Γκοσιέν ότι, παρά την απαξία της Κύπρου για τη Βρετανία, επιστροφή της στην Τουρκία δεν ευνοείται από τους Κυπρίους· αν η Κύπρος θα κρατηθεί, η Τουρκία θ' αποζημιωθεί με δάνειο εγγυημένο από τα εισοδήματα της Κύπρου, που η κατοχή της θα πρέπει να γίνει πιο μόνιμη. Η απόφαση της κυβέρνησης του Γλάδστωνος να μην αποκηρύξει τη συνθήκη για την Κύπρο επηρεάστηκε από την επιθυμία της να αποθαρρύνει ρωσική επέμβαση στα τουρκικά θέματα και ειδικά για προστασία των κακοποιουμένων Χριστιανών, από την αντίθεση της βασίλισσας Βικτωρίας, των Συντηρητικών και της βρετανικής κοινής γνώμης, καθώς και από την απώλεια του βρετανικού γοήτρου από την πιθανή επιστροφή χριστιανικής χώρας στους Τούρκους. Απόδοση της Κύπρου στην Ελλάδα ήταν μια πιθανότητα που εξεταζόταν κατά τον Δεκέμβριο του 1880 από τους Γκράνβιλλ και Γλάδστωνα σε περίπτωση που με ευρωπαϊκή συγκατάθεση εκχωρείτο η Κρήτη στην Ελλάδα. Δεν γνωστοποίησαν όμως οι δυο Βρετανοί πολιτικοί τις σκέψεις τους αυτές στις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Στις 3.3.1881 ο λόρδος Γκράνβιλλ ζήτησε από την τουρκική κυβέρνηση παροχή εγγυήσεων για το βρετανικό δάνειο του πολέμου της Κριμαίας του 1855. Δεν υπήρξε αποτέλεσμα λόγω σκόπιμα ατελείωτων, παρελκυστικών διαπραγματεύσεων με τους Τούρκους στις οποίες οι Βρετανοί υπεστήριζαν συσχέτιση του κυπριακού φόρου υποτελείας προς την Τουρκία (καταβαλλομένου βάσει της συνθήκης του 1878, από τους Κυπρίους) με το δάνειο του 1855. Τότε ο Γκράνβιλλ ειδοποίησε τους Τούρκους στις 14.7.1881 ότι διέκοπτε τις συνομιλίες και για το περίσσευμα του κυπριακού φόρου και για την εξυπηρέτηση του δανείου του 1855, και ότι θα διέτασσε τον Βρετανό μεγάλο αρμοστή της Κύπρου να σταματήσει τις πληρωμές του περισσεύματος του φόρου προς την Τουρκία. Αυτές εφεξής θα γίνονταν προς την Τράπεζα της Αγγλίας για αποπληρωμή του δανείου του 1855. Τον Ιούλιο του 1882 ο Γκράνβιλλ δήλωσε στη Βουλή των Λόρδων, επ' ευκαιρία συζητήσεων από παράγοντες των Φιλελευθέρων για το μέλλον της Κύπρου (Κίμπερλυ, Φέαρφιλντ κ.α.), ότι ο πληθυσμός του νησιού ήταν λευκός και προσδοκούσε ουσιώδεις ελευθερίες όμοιες προς εκείνες που απολάμβαναν ήδη οι Κρήτες γείτονές του.