Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Ζεμπίλιν (το) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
βλ. ζεμπίλα (1. το κοφίνι ή ο μεγάλος σάκος από ψάθα, με ανοιχτό στόμιο και δύο λαβές, για μεταφορές ή αποθήκευση τροφών. 2. ειδικό κοφίνι για συμπίεση των ελιών στην παραγωγή λαδιού).
Συνώνυμα:
Ζιμπίλιν (το)