Καπετάνιος του βενετικού πεζικού στη Λευκωσία κατά την πολιορκία της από τους Τούρκους. Κατά τη δεύτερη έφοδο των δυνάμεων του Λαλά Μουσταφά για να δοκιμάσει την ισχύ και αμυντική ικανότητα των τειχών της πόλης, ενώ οι υπερασπιστές της έπαλξης Ποδοκάταρο απώθησαν τους Τούρκους, εκείνοι της γειτονικής Κοστάντζο αιφνιδιάστηκαν, και οι Τούρκοι πέτυχαν να στήσουν τη σημαία τους σ' αυτήν. Κατόρθωσαν όμως να τους απωθήσουν ο Παύλος νταλ Γκουάστο και ο Ιωάννης Ανδρέας ντε Σπέλλο, ο τελευταίος με τίμημα τη ζωή του, στις αρχές Αυγούστου 1570. Όταν στις 9 Σεπτεμβρίου 1570 η τελική επίθεση των Τούρκων πέτυχε να διασπάσει την άμυνα, ο στρατός τους άρχισε να μπαίνει στην πόλη από τις περιοχές των επάλξεων Ντάβιλα, Τριπόλεως και κυρίως Ποδοκάταρο, που φρουρούνταν από το αφιππευμένο ιππικό των στρατιόττι (stradiotti). Οι εισβολείς διείσδυσαν παντού, χτυπούσαν από μέσα τις επάλξεις, έσφαζαν τους υπερασπιστές τους εκτός όσων κατέφευγαν στους δρόμους και διεξήγαν εκεί οδομαχίες. Σε μια έπαλξη, είτε του Μπάρμπαρο είτε του Λορεντάνο (στα βόρεια), ο επικεφαλής της άμυνας Παύλος νταλ Γκουάστο αντελήφθη ότι έπρεπε να στρέψει τα κανόνια του προς τα μέσα, γιατί εκεί ήταν οι εχθροί, κι έτσι χτυπώντας τους κράτησε για λίγο την έπαλξη, σκοτώνοντας πολλούς Τούρκους που επίσης πλήττονταν και από ακροβολιστές εγκατεστημένους στα παράθυρα και στις οροφές γειτονικών σπιτιών. Αλλά η οργανωμένη άμυνα είχε πια καταρρεύσει, κι η τοπική αυτή επιτυχία του Γκουάστο δεν είχε μόνιμα αποτελέσματα· ο στρατός των πολιορκημένων αγωνιζόταν πια να σωθεί με την φυγή. Φαίνεται ότι ακριβώς τότε ο Γκουάστο συνελήφθη από τους Τούρκους, γιατί μετά την ολοκλήρωση της κατάληψης της Λευκωσίας, όταν ο Λαλά Μουσταφά εστράφη προς την επίτευξη παραδόσεως των υπολοίπων οχυρωμένων πόλεων και θέσεων, πρώτα της Κερύνειας, έστειλε εκεί τον αιχμάλωτο Παύλο νταλ Κουάστο αλυσοδεμένο και έφιππο με δυο κεφαλές Ιταλών αξιωματούχων, η μια πιθανώς του Νικολάου Δάνδολου, Βενετού κυβερνήτη της Κύπρου, κρεμασμένες στα πλευρά του αλόγου του, και τους μετέφερε το μήνυμα του Τούρκου αρχιστράτηγου να παραδοθούν. Ο Γκουάστο εκτέλεσε το τραγικό αυτό καθήκον κατά την 10.9.1570. Η απάντηση των Κερυνειωτών ηγετών Ιωάννη Μαρία Μουντάτσο και Αλφόνσου Παλάτσο, ήταν ότι έπρεπε να συμβουλευθούν πρώτα τους αρχηγούς της άμυνας της Αμμοχώστου. Η αίτησή τους έγινε προφανώς δεκτή από τον Γκουάστο και τους Τούρκους συνοδούς κυκλοφορίας του, με τον όρο να δώσουν απάντηση σε πέντε μέρες. Ταυτόχρονα εδόθη διαβατήριο ελευθέρας κυκλοφορίας στον απεσταλμένο τους στην Αμμόχωστο, όπου στις 11.9.1570 κατέφθασε απεσταλμένος του Λαλά Μουσταφά, ένας χωρικός μεταφέροντας το κεφάλι του Δάνδολου σε λεκάνη, αφού βέβαια το αφαίρεσε από το άλογο του Γκουάστο. Ο απεσταλμένος των Κερυνειωτών έφθασε την άλλη μέρα με γράμμα στο οποίο εξέφραζαν την αποφασιστικότητά τους να αγωνισθούν μέχρι τέλους υπερασπίζοντας το φρούριό τους. Οι Αμμοχωστιανοί ηγέτες δεν πρόλαβαν να χαρούν για την περήφανη απόφαση, όταν στις 14.9.1570 προτού καν η δική τους επαινετική απάντηση φθάσει στην Κερύνεια, έφθανε νέο μήνυμα από εκεί ότι ο διοικητής (Ι.Μ. Μουντάτσο) και ο καστελλάνος (Α. Παλάτσο) είχαν παραδώσει το φρούριο στους Τούρκους χωρίς τουφεκιά. Δεν είναι γνωστός ο ρόλος του Γκουάστο στην ξαφνική αυτή αλλαγή στάσης των πολιορκημένων, αρκετοί από τους οποίους τούρκεψαν μετά την παράδοσή τους, ενώ οι δυο ηγέτες έφυγαν στην Κρήτη κι όλοι οι υπερασπιστές του φρουρίου αφέθησαν να παν ελεύθεροι όπου ήθελαν. Το Ημερολόγιο του Λαλά Μουσταφά αναφέρει με κάποια ασάφεια ότι την παράδοσή τους επέτυχε ένας Τούρκος Μουσταφά Κεντχουντά, που μπήκε στην πόλη και τους μετέπεισε, μάλιστα, πολύ πριν από τις 12. 14 Σεπτεμβρίου, στις αρχές Ιουλίου 1570. Δεν αποκλείεται όμως και η απελπισία και το επίμονο σπαρακτικό θέαμα και οι εκκλήσεις του γενναίου υπερασπιστή της Λευκωσίας Παύλου νταλ Γκουάστο, τώρα πράκτορα του εχθρού, να επηρέασε ψυχολογικά τους Κερυνειώτες και να τους οδήγησε στην απόγνωση και στην παράδοση. Δεν ξέρουμε τίποτε για την μετέπειτα τύχη του Παύλου νταλ Γκουάστο. Πιο πιθανή διέξοδος φαίνεται ο εξισλαμισμός ή η αυτοκτονία του.