Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κακορίζικος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

1. που δεν έχει καλή τύχη. 2. αυτός που βρίσκεται σε μια διαρκή δυσάρεστη ψυχική κατάσταση, επειδή του έχει συμβεί κάτι θλιβερό ή τραγικό. 3. χαρακτηρισμός ανθρώπου ιδιότροπου ή δύστροπου. 4. μτφ. ο ισχνός.