Μία από της παλαιότερες μεθόδους που έχει πλέον περιοριστεί, λόγω της καταστροφής που προκαλεί στη θαλάσσια χλωρίδα και πανίδα, είναι η γκαγκάβα ή καγκάβα ή γαγγάβα.
Εχρησιμοποιείτο παλαιότερα για το ψάρεμα σφουγγαριών, κυρίως από Έλληνες ψαράδες που έρχονταν στην Κύπρο με ανεμότρατες, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Πρόκειται για ένα συρόμενο εργαλείο, που αναφέρεται από την αρχαιότητα ως "γαγγάμη”, ένα μικρό δίχτυ για το ψάρεμα των οστρακοειδών. Στη σπογγαλιεία η καγκάβα αποτελείτο από ένα πλαίσιο του οποίου η μία του πλευρά ήταν ένας μεταλλικός σωλήνας διαμέτρου 5-7 εκ. και οι υπόλοιπες πλευρές ξύλινες. Το πλαίσιο αυτό κρεμόταν από το σκάφος με τη βοήθεια σχοινιών και αλυσίδων και συρόταν επάνω στην επιφάνεια του βυθού. Η μεταλλική πλευρά, που ήταν από το κάτω μέρος, λόγω του βάρους της, παρέσυρε ξεριζώνοντας ότι υπήρχε μπροστά της. Τα ξεριζωμένα σφουγγάρια μαζί με πέτρες, φύκια και ότι άλλο παρέσυρε ο σωλήνας της καγκάβας περνούσαν μέσα από το πλαίσιο και μαζεύονταν σε ένα δικτυωτό σάκο που υπήρχε στο πίσω μέρος του πλαισίου.
Όταν γέμιζε ο σάκος, τον ανέσυραν στο σκάφος, τον άδειαζαν στο κατάστρωμα και διάλεγαν τα σφουγγάρια που είχαν παγιδευτεί μέσα. Το πλαίσιο με το σιδερένιο σωλήνα είχε συνήθως φάρδος 5-6.5 και ύψος 0.4-0.6 μέτρα, ενώ ο δικτυωτός σάκος μπορούσε να έχει μέχρι και 6 μέτρα μήκος.
Η καγκάβα μπορούσε να δουλευτεί μόνο σε ομαλούς βυθούς, κυρίως αμμώδεις, σε βάθη έως 150 μ. και καθ΄ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Συνήθως οι καγκάβες (έτσι ονόμαζαν και τα σκάφη που τη χρησιμοποιούσαν) πραγματοποιούσαν 3-4 μακρινά ταξίδια κάθε χρόνο. Καγκάβες είχαν στις αρχές του 20ου αιώνα η Σύμη, η Κάλυμνος, η Κως, η Πάτμος, η Πάρος, η Αίγινα, ο Δοκός στην Αργολίδα, η Κρήνη και η Αλικαρνασσός στη Μικρά Ασία.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια