Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ζορνές (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ζορνάς (ξύλινο πνευστό όργανο της λαϊκής μουσικής. Χρησιμοποιεί ένα διπλό καλάμι που δημιουργεί έναν απότομο, διαπεραστικό ήχο).

Συνώνυμα:

Ζουρνάς, Ζουρνές (ο)