Ελλαδίτης στρατιωτικός, ο κυριότερος φυσικός αυτουργός του εγκλήματος που διεπράχθη κατά της Κύπρου και του λαού της με το στρατιωτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974.
Κατά το 1974 ο Γεωργίτσης υπηρετούσε στην Κύπρο, ως επιτελάρχης του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς, με τον βαθμό του ταξιάρχου. Όπως και όλοι σχεδόν οι Ελλαδίτες στρατιωτικοί που υπηρετούσαν με απόσπαση στην Κύπρο κατά την περίοδο 1972 - 74, έτσι και ο Γεωργίτσης ανέπτυξε αντιμακαριακή ποικίλη δραστηριότητα και με διάφορους τρόπους ενίσχυε την παράνομη οργάνωση ΕΟΚΑ Β'. Τόσο ο Γεωργίτσης όσο και οι άλλοι αξιωματικοί εκτελούσαν εντολές της ελληνικής χούντας της οποίας ήσαν πειθήνια όργανα.
Οι αρχηγοί της χούντας, αφού αποφάσισαν να προχωρήσουν στη διενέργεια στρατιωτικού πραξικοπήματος κατά του προέδρου Μακαρίου, επέλεξαν τον ταξίαρχο Γεωργίτση να ηγηθεί τούτου. Ο Γεωργίτσης εκλήθη από την Κύπρο στην Αθήνα εσπευσμένα, στις 7 Ιουλίου του 1974, και παρουσιάστηκε στο γραφείο του αρχηγού των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγού Γρηγορίου Μπονάνου. Ο τελευταίος ανέθεσε επίσημα στον Γεωργίτση την αρχηγία της πραξικοπηματικής επιχείρησης. Την ίδια μέρα, ο Γεωργίτσης πήρε λεπτομερείς εντολές και από τον ίδιο τον αρχηγό της ελληνικής χούντας ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη, κι επέστρεψε το βράδυ στην Κύπρο. Την επομένη έφθασε στο νησί ειδικός απεσταλμένος του δικτάτορα Ιωαννίδη, ο ταγματάρχης Κομπόκης, μεταφέροντας στον Γεωργίτση συμπληρωματικές οδηγίες και εντολές.
Τις επόμενες μέρες ο Γεωργίτσης με στενούς κι έμπιστους συνεργάτες του στρατιωτικούς εργάστηκε εντατικά για τη συμπλήρωση όλων των προετοιμασιών για το πραξικόπημα.
Όταν το πραξικόπημα εκδηλώθηκε το πρωί της 15ης Ιουλίου του 1974, ετέθη υπό τις διαταγές του ταξιάρχου Γεωργίτση και η δύναμη των 950 αξιωματικών και ανδρών της ΕΛ.ΔΥ.Κ. Καθόλη τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων των δυνάμεων των πραξικοπηματιών σ' ολόκληρη την Κύπρο, ο Γεωργίτσης βρισκόταν στο αρχηγείο της Εθνικής Φρουράς στη Λευκωσία απ' όπου τις κατηύθυνε, ενώ βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία και με την Αθήνα, από την οποία λάμβανε συνεχώς περαιτέρω εντολές.
Αναζητώντας κατάλληλο πρόσωπο για να του αναθέσει την προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας, και μη βρίσκοντας άλλο, ο Γεωργίτσης διόρισε ως «πρόεδρο», σε αντικατάσταση του Μακαρίου, τον Νίκο Σαμψών. Ο τελευταίος ενεκρίθη και από την Αθήνα.
Υπάρχουν μαρτυρίες ότι κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος και κατά τις επόμενες μέρες, ο Γεωργίτσης έδινε, μεταξύ άλλων, και εντολές για βασανισμούς δημοκρατικών πολιτών, υποστηρικτών του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, που είχαν συλληφθεί και κρατούνταν από τις δυνάμεις των πραξικοπηματιών. Με ιδιαίτερο ζήλο ο Γεωργίτσης αναζητούσε να βρει και να δολοφονήσει τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ο οποίος είχε κατορθώσει να ξεφύγει από το φλεγόμενο προεδρικό μέγαρο. Προς τούτο, έστειλε στρατιωτικές δυνάμεις στο Τρόοδος και στην Πάφο. Ο Μακάριος αναγκάστηκε τότε να φύγει εκτός Κύπρου, με τη βοήθεια των Βρετανών.
Όταν λίγες μέρες αργότερα, στις 20 Ιουλίου του 1974, η Τουρκία διενήργησε στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο, παίρνοντας αφορμή από το πραξικόπημα, οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς ήταν ήδη διασπασμένες και ο ίδιος ο λαός ταπεινωμένος και καταβεβλημένος. Έτσι, η αντίσταση κατά των Τούρκων εισβολέων ήταν σπασμωδική, απρογραμμάτιστη, χωρίς καθόλου οργάνωση, χωρίς επαρκή διοίκηση, χωρίς ικανή και έμπιστη ηγεσία (πολιτική και στρατιωτική) και χωρίς απόδοση. Ο Γεωργίτσης ανεκλήθη στην Αθήνα και έφυγε από την Κύπρο λίγες μέρες αργότερα. Υπάρχει κατηγορία ότι, φεύγοντας από την Κύπρο, πήρε μαζί του κοσμήματα, χρήματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα, προϊόντα λεηλασιών που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος. Μετά τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα, ο Γεωργίτσης αποστρατεύτηκε.
Ο Γεωργίτσης κλήθηκε και κατέθεσε ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής για το Φάκελο της Κύπρου της Ελληνικής Βουλής.