Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ειδέ »

Επίρρημα

Σημασία:

ειδάλλως, αλλιώς, διαφορετικά

Συνώνυμα:

Ειδεκανού, Ειδένε, Ει δε τζ̌ι αν ου