Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γείρνω »

Ρήμα

Σημασία:

1. πλαγιάζω. 2. δίνω κλίση, ρέπω. 3. χέω.

Συνώνυμα:

Γέρνω