Κάτοικοι της Γεωργίας, ιστορικής περιοχής της Υπερκαυκασίας, που απετέλεσε βασίλειο και που σήμερα είναι ανεξάρτητη Δημοκρατία.
Ως πρόσφατα οι μόνες γι’ αυτούς ειδήσεις σχετικές με την παρουσία τους στην Κύπρο, ήταν οι ελάχιστες που συνέλεξαν οι Χάκκετ-Παπαϊωάννου ( «Ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου», τόμος Γ', 1932, σ. 66) κι ο ντε Μας Λατρί (Hist. de l’ isle de Cypre, I, σ.112). Η μελέτη όμως του Γεωργιανού καθηγητή Wakhtang Djobadje('Observations on the Georgian Monastery of Yialia (Galia) in Cyprus', Oriens Christiaantes, 68, 1984, σσ. 196-209) έχυσε νέο φως στο θέμα.
Οι Γεωργιανοί είχαν στην Κύπρο, κατά τον Μεσαίωνα, διάφορα μοναστήρια, όπως στην Αλαμινό (διαμέρισμα Μαζωτού), στη Λευκωσία, όπου ήταν μαζεμένοι οι πιο πολλοί, και αλλού. Αν και είχαν μικρές διαφορές από τους Ορθόδοξους, ταυτίζονταν προς αυτούς. Η παρουσία τους στην Κύπρο προφανώς αποτελούσε τμήμα της ευρύτερης επέκτασής τους στο Βυζαντινό χώρο, στο πλαίσιο της επαφής και συνεργασίας τους με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, όπου σημαντικοί Γεωργιανοί κατείχαν ανώτερες διοικητικές θέσεις κι έδρασαν κι οικοδόμησαν ή προικοδότησαν μοναστήρια στην Κωνσταντινούπολη, Βουλγαρία, Άθω, Συρία, Παλαιστίνη κ.α.
Τα μοναστήρια τους στην Κύπρο συνδέονταν προς εκείνα στη βόρεια Συρία όπου κατά τα τέλη του 11ου αιώνα ως τον 13ο αιώνα είχαν 13 μοναστήρια αλλά και κτήματα. Το εμπόριο μεταξύ Κύπρου και Συρίας, συχνά μέσω των μοναστηριών, πιθανό να απετέλεσε ένα από τους λόγους που είλκυσαν τους Γεωργιανούς στις δυο αυτές χώρες. Ο χρονικογράφος του Γεωργιανού βασιλιά Δαβίδ Δ' του Οικοδόμου (1089- 1125) αναφέρει ότι ο βασιλιάς είχε προικίσει με πολλά δώρα και προνόμια διάφορα μοναστήρια σε διάφορες χώρες και στην Κύπρο. Η βασίλισσα της Γεωργίας Θαμάρ (1184- 1213), γενναιόδωρη και προστάτιδα μοναστηριών και εκκλησιών εντός και εκτός της χώρας της, παρέσχε σημαντική βοήθεια στο γεωργιανό μοναστήρι Γιαλιάς στην Κύπρο, που το ξανάκτισε, εκαλλώπισε κι επλούτισε. Μοναχοί από την Κύπρο, πιθανώς από τη Γιαλιά, αναφέρεται ότι επισκέπτονται κατά την εποχή αυτή την Αντιόχεια, το Μαύρο Όρος και άλλους ιερούς τόπους και αμείβονται γι' αυτό από την Θαμάρ με πλούσια δώρα, χρυσάφι και πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη για χρήση στα μοναστήρια τους.
Κατά το γεωργιανό χειρόγραφο του Βατικανού (αρ. 1298) της 3.12.1306, όπου αναφέρονται τρία κυπριακά μοναστήρια, ο ηγούμενος του ενός ήταν Γεωργιανός. Το μοναστήρι αυτό αναφέρεται ως Yal ή Yail, και βρισκόταν στα ΒΑ. του κόλπου της Κερσοφού (=Χρυσοχούς), μεταξύ των «πόλεων» Yailia και Finekli. Το μοναστήρι αυτό μελετήθηκε τελικά στα 1981 από τον καθηγητή Wakhtang Djobadje, που αναφέρει και την πιθανή (;) γεωργιανή προέλευση του τοπωνυμίου Γιαλιά (Galia), από το Geli (=ποταμάκι) ή Gali (=ποτάμι). Το μοναστήρι, που είναι σήμερα ερειπωμένο, βρίσκεται πάνω από εύφορη κοιλάδα, κοντά στο χωριό Γιαλιά, 8 χμ. ανατολικά του κόλπου Χρυσοχούς, σε λόφο στην δεξιά όχθη του ορεινού χειμάρρου Γιαλιά. (Για το μοναστήρι αυτό, βλέπε λήμμα Γιαλιάς μοναστήρι).
Στα 1780 ο βασιλιάς της Γεωργίας Ηράκλειος Β' (Erecle) δώρησε στο μοναστήρι του Κύκκου «θαυματουργικήν εικόνα» της Παναγίας και μια περγαμηνή που ακόμη φυλάσσεται στο μοναστήρι. Ταυτόχρονα ο πρωτοσύγγελλος του Κύκκου Ιωακείμ είχε γράψει στον βασιλιά της Γεωργίας, ζητώντας του υλική βοήθεια για την ανοικοδόμηση του μοναστηριού μετά από πρόσφατη πυρκαγιά. Ο βασιλιάς πρόσφερε αμέσως στον Κύκκο το μισό εισόδημα του μοναστηριού της Vardzia στη δυτική Γεωργία. Κατά τον ίδιο χρόνο, ο Ιωακείμ πήγε στη Γεωργία, έγινε δεκτός από τον Ηράκλειο Β' και τελικά εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι της Vardzia, όπου κι εξακολούθησε τις πνευματικές και θεολογικές του μελέτες και άλλες συναφείς δραστηριότητες.