Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βλαγκάρα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. αρρώστια του ήπατος. 2. αρρώστια ζώων. 3. μτφ. α) η υπομονή. β) η ηλιοπληξία.

Συνώνυμα:

Φλαγκάρα (η)