Σημαντικός δραγομάνος της Κύπρου κατά την περίοδο αρχ. 1673 - τελ. 1674 ή αρχ. 1675. Κύρια πηγή για τον δραγομάνο αυτό του Σαραγίου με μεγάλες εξουσίες όπως διαμορφώθηκαν στην περίοδο 1571-1673 που αρχίζει η δραγομανία του, είναι το δεκαπεντασύλλαβο ιστορικό άσμα «Ἱστορία τοῦ μακαρίτου Μάρκο, ποίημα Κωνσταντίνου Διακόνου, υἱοῦ γνησίου Νικολάου ἱερέως ἐκ κώμης Πισκοπῆς», που εκδόθηκε δυο φορές (Κυπρ. Χρονικά Λάρν., Β', 1924, σσ. 139-148 και 281- 295 από τον Νικόδημο Μυλωνά, και Κυπρ. Σπουδ., ΜΕ', 1981, σσ. 55-141 από τους Θ. Παπαδόπουλλο και Μεν. Ν. Χριστοδούλου με βάση το μοναδικό χειρόγραφο της μητρόπολης Κιτίου, που ανακαλύφθηκε στα 1980 και υπεδείχθη σ' αυτούς από τον υπογράφοντα το παρόν λήμμα). Νέα στοιχεία για τον Γεωργή δεν βρίσκονται στα υπό έκδοση γαλλικά προξενικά έγγραφα της εποχής, σ' αυτά όμως υπάρχουν σημαντικές ειδήσεις για τον αντίπαλο του Γεωργή, δραγομάνο Μαρκουλλή (βασικά για τα τελευταία χρόνια της ζωής του).
Ο Κωνσταντίνος Διάκονος, που αυτοκαλείται γραφιάς και δασκαλοποιγητῆς (στίχ. 1-2), ήταν προφανώς αυτόπτης και σύγχρονος των γεγονότων που αφηγείται. Τα γεγονότα αυτά τα διηγείτο, ίσως τραγουδούσε ή απάγγελλε άφοβα σαν ποιητάρης σε συγκεντρώσεις βασιλέων (ἐνώπιον εἰς βασιλεῖς= άρχοντες, στίχ. 5-14). Στην διήγησή του, ο Γεωργής εμφανίζεται στους στίχους 409-421 ως ένας από τους Κυπριώτες της Κωνσταντινουπόλεως που ἒδραμον νά προϋπαντήσουν τον γέροντα αρχιεπίσκοπο Κύπρου Νικηφόρο, ο οποίος πήγε στη βασιλεύουσα με συνοδεία. Ανάμεσα σ' αυτούς που τον συνόδευαν ήταν ο ηγούμενος του Κύκκου (του οποίου και ο ίδιος είχε διατελέσει ηγούμενος). Σκοπός της μετάβασης του Νικηφόρου στην Κωνσταντινούπολη ήταν να δικαστεί από σύνοδο, στην οποία μετείχαν ο οικουμενικός πατριάρχης Διονύσιος Δ ' Μουσελίμης και οι πατριάρχες Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας (κατ' άλλες πηγές ο τελευταίος δεν μετείχε στη σύνοδο), διότι είχε επιτρέψει στον έκπτωτο οικουμενικό πατριάρχη Παρθένιο Δ' Μογιλάλο, εξόριστο στην Κύπρο, όπου και κανονικά θα φυλακιζόταν σε κάστρο, να λειτουργεί. Ο καππικῆς (κλητήρας), που έφερε την κλήση στον Νικηφόρο, προσεγγίσθηκε από εχθρούς και προφανώς και θύματα του (από 4 Οκτωβρίου 1669) δραγομάνου της Κύπρου Μαρκουλή, ιταλικής καταγωγής, τον οποίο κατηγόρησαν για τις αυθαιρεσίες και τις φρικτές, καταπιεστικές φοροεισπρακτικές του μεθόδους, που είχαν εξαναγκάσει χιλιάδες Χριστιανούς του νησιού να τουρκέψουν —αρχικώς επιφανειακά—για να αποφύγουν την καταβολή των φόρων (στίχ. 351-380). Ο καππικῆς υποσχέθηκε στην Πόλιν νά διαβῇ, τόν Μαρκουλῆν νά βγάλῃ ὁποῦ τήν ἐξουσίαν του καί τό δραγουμανίκιν (στίχ. 402-403). Έτσι προετοιμάστηκε το έδαφος για την άνοδο του Γεωργή στο αξίωμα.
Το επάγγελμα του ἂρχοντα Γεωργῆ, που ήταν γαμπρός του Λευκαρίτη (=; άγνωστο ποιου ακριβώς, πάντως τότε θα ήταν σημαντικό πρόσωπο στην Κύπρο), ίσως και ο ίδιος Λευκαρίτης, ήταν πραγματευτής στην Κωνσταντινούπολη, όπου εισήγε τζοχάδες από τη Βενετία και τους εμπορευόταν επικερδέστατα— προφανώς ένας από τους πολλούς Κυπρίους που μετά την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους το 1571 αναζήτησαν την τύχη τους στις δυο αυτές μεγαλουπόλεις και στο αναμεταξύ τους εμπόριο (πρβλ. στίχ. 109- 112). Λίγο πριν από την άφιξη του Νικηφόρου στην Πόλη (Δεκέμβριος 1672), ο Γεωργής είχε επιστρέψει με φορτίο από τζοχάδες από τη Βενετία, όπου είχε πάει για μια λίτη του, δίκη προφανώς εμπορικής φύσεως. Κατά τον ποιητή, ο Γεωργής ἒπρασσεν [εμπορευόταν], δέν τόν ἔμελλεν, 'ςτήν Κύπρον ἂν καοῦσιν/ μηδέ ἂν κάμνουν γράφτουσαν [φορολογική καταγραφή, ειδικά η άδικη και εκμεταλλευτική καταγραφή του Μαρκουλή] (στίχ. 413-414). Τέτοια αδιαφορία, εφόσον οι συγγενείς του ήταν στο νησί, είναι ανεξήγητη, εκτός αν είναι ρητορική υπερβολή του ποιητή για να δείξει την άγνοια του Γεωργή για τα συμβαίνοντα στην Κύπρο και τη σιγουριά του για την ασφάλεια των δικών του από τα σκληρά μέτρα του Μαρκουλή, λόγω της δικής του ισχύος, που θα ήταν γνωστή στο νησί. Η ισχύς αυτή φαίνεται και από το ότι υποδεχόμενος τον αρχιεπίσκοπο τον ρώτησε σαν παλαιός φίλος για τους γονείς του και άλλους δικούς του, κι αυτός αμέσως του απάντησε καλῶς ἒχουν παιδίν μου /γυνή σου καί τό τέκνον σου, ἂς ἒχουν τήν εὐχήν μου (στίχ. 427-428). Η τόση οικειότητα πιθανώς μαρτυρεί ότι η οικογένεια του Γεωργή ζούσε στη Λευκωσία και είχε σχέσεις με την αρχιεπισκοπή ως μια από τις έγκριτες οικογένειες του τόπου. Ο Νικηφόρος αμέσως ζήτησε από τον ισχυρό Γεωργή νά σάσῃ τήν δουλειάν, δηλαδή να βοηθήσει στην ευόδωση της επικείμενης δίκης του από τη σύνοδο. Αντί της απειλούμενης καθαιρέσεως η σύνοδος, ίσως μ' επιρροή του Γεωργή, περιορίστηκε στην επιβολή προστίμου 10.000 ασλανίων, που με τη μεσολάβηση του Γεωργή μειώθηκαν σε 7 πουγγιά, δηλαδή 3.500 γρόσια. Ο Νικηφόρος δανείστηκε από τον Γεωργή 6 πουγγιά (3.000 γρόσια) με σκρίττον (=γραπτή απόδειξη) για να πληρώσει το πρόστιμο, κι αγόρασε σάκο και χρυσαφικά με όσα είχε μαζί του. Πριν φύγει για την πατρίδα, ο αρχιεπίσκοπος και η συνοδεία του φιλοξενήθηκαν από τον Γεωργή στο σπίτι του. Στο μεθύσι τους οι πελλοκαλογήροι του ανέφεραν για τις φορολογικές δραστηριότητες του Μαρκουλή (τταχρίριν, στίχ. 458), που τους τόπους τοῦ νηχχιοῦ ὃλους ἐξήλειψέν τους/ καί οἱ Τοῦρκοι κι οἱ Ρωμιοί ὃλοι τόν ἐμισήσαν, και ακόμη ὃτι γυρεύουν ἂνθρωπον, νά κάμουν δραγουμάνον (στίχ. 459-464). Ο Νικηφόρος του πρότεινε να δεχθεί να αναλάβει το αξίωμα αυτό, αλλά ο Γεωργής αρνήθηκε, φοβούμενος ότι έτσι θα έχανε τα πλούτη και την τιμή του, ακόμη και τη ζωή του στη σύγκρουση με τον Μαρκουλή, στην οποία ο ένας από τους δυο θα σκοτωνόταν (στίχ. 466-476). Είναι αξιοπαρατήρητο ότι ο ίδιος ο Νικηφόρος είχε μεσολαβήσει μαζί με τους αγάδες της Λευκωσίας προηγουμένως υπέρ του Μαρκουλή, με γραφάδες προς τον μέγα διερμηνέα της Πύλης Παναγιώτη Νικούσιο, ζητώντας του να ελευθερώσει τον Μαρκουλή, τότε (πριν από τον Οκτώβριο 1669) ταμία των φόρων (σαρράφη), που είχε φυλακιστεί στην Κωνσταντινούπολη για καταχρήσεις των φόρων. Αν και φαίνεται ότι πιο πολύ στην αποφυλάκισή του συνέβαλαν οι Κύπριοι πραματευτάδες της Κωνσταντινουπόλεως με παραστάσεις προς τον Νικούσιο και άλλους ισχυρούς πασάδες κλπ. παρά οι γραφάδες του Νικηφόρου, ωστόσο ο ποιητάρης δεν παύει να τις υπενθυμίζει ως παράγοντα ανόδου του Μαρκουλή στο αξίωμα του δραγομάνου της Κύπρου μετά την απελευθέρωσή του, τονίζοντας ότι, όταν επέστρεψε δραγομάνος ο Μαρκουλής (μετά τις 4.10.1669) μαζί με τους αγάδες, τον υποδέχθηκε κι αὐτός ἀρχιεπίσκοπος, πὄστειλεν τές γραφάδες (στίχ. 290, πρβλ. στίχ. 95-125 κ.ε.).
Και άλλοτε η Εκκλησία υπεστήριζε αξιωματούχους, Έλληνες και Τούρκους, για να συγκρουστεί αργότερα μαζί τους (π.χ. τον Χατζημπακκή αγά*, μέσα 18ου αι.), και δεν αποκλείεται ανάμεσα στους τότε Κυπρίους εμπόρους υποστηρικτές - σωτήρες του Μαρκουλή να ήταν και ο Γεωργής, που τώρα γι' αυτό αρνείται να τον διαδεχθεί. Ωστόσο η πίεση του αρχιεπισκόπου τον έκαμψε κι ἐγελάσθην/ καί δραγουμάνος ἒγινεν (στίχ. 479-480). Η ανάμειξη αυτή, και γενικότερα, των επισκόπων στα πολιτικά πράγματα της Κύπρου λόγω των δεινών που προκάλεσε, στιγματίζεται εδώ από τον Κωνσταντίνο δασκαλοποιητή, που τους αποκαλεί λύκους (Οἱ Τοῦρκοι ἄν ἐξήλειψαν τῆς Κύπρου μας τούς τόπους / π' ἂλλον κανέναν δέν εἶναι, παρά 'πό τούς πισκόπους, στίχ. 481-482), ο ποιητάρης υπογραμμίζει ότι οι επίσκοποι συνέβαλαν και στην ολέθρια κατάργηση του πασαλληκιού της Κύπρου, που γύρω στα 1665 αντικατεστάθη με μουσελλιμᾶτο, δηλαδή σύστημα διορισμού μουσελλίμη ως διοικητή, με σταθερό μισθό, από τον καπουτάν πασά, αντί πασά διοριζόμενου από τον μεγάλο βεζίρη και αμειβόμενου από τους φόρους (Κ.Π. Κύρρη, Ἡ ἒριδα τῶν Δραγομάνων Μαρκουλῆ καί Γεωργῆ (1669-1674) καί οἱ Σχέσεις Ἑλλήνων καί Τούρκων τῆς Κύπρου τότε, Λευκωσία, 1964, σσ. 18-20. C.P. Kyrris, History of Cyprus, Nicosia, 1985, σσ. 270-271).
Ο ηγούμενος Κύκκου μετέφερε πράγματα του Γεωργή στην Κύπρο διά ξηράς, δηλαδή μέχρις ενός λιμανιού της Μικράς Ασίας έναντι της βόρειας ακτής του νησιού, κι απ’ εκεί με καΐκι, ενώ ο αρχιεπίσκοπος και οι άλλοι ήλθαν κατ' ευθείαν. Ο ἂρχος ὁ μισέρ Γεωργῆς έμεινε για λίγο στην Πόλη για να διευθετήσει τον διορισμό του στην δραγομανία. Μόλις μαθεύτηκε η αλλαγή, οι φίλοι του Μαρκουλή τον εγκατέλειψαν εκτός από μερικούς, όπως ο Μεγιταγγίογλου (=Meydanci), ο διπρόσωπος Ἀντρίας από το Κολόσσι, ο Παλαβόγλου ή Καsκκιλόγλου (=Kazciloglu), και ο Κονστάντζος, που τότε μάζευε τους φόρους έξω (στην ύπαιθρο). Νόμιζαν ότι η είδηση ήταν ψευδής, οπότε έφθασαν τα χαρτιά (=διατάγματα) από τον Γεωργή και οι αρχές διόρισαν πληρεξούσιο του Γεωργή τον Κωνσταντή, αφαιρώντας τις πλάκες (=καταλόγους φορολογουμένων) από τον Μαρκουλή. Έτσι φάνηκαν οι πομπές καί τά καμώματά του (στίχ. 516).
Αφιξη του Γεωργή στην Κύπρο: Ο Γεωργής έφθασε στην Κύπρο την άνοιξη ή κατά τα μέσα του 1673 και τον δέχθηκαν στήν χώραν, ὃλοι μικροί - μεγάλοι, σπαχῆδες, γιαννιτζάροι. Αυτός στάθηκε ταπεινός, καθόλου υπερόπτης όπως ο Μαρκουλής, πλάι στον μισελλίμη. Ο Μαρκουλής αντέδρασε λυσσαλέα, προσπάθησε διά των κκιορβακήδων Γενιτζάρων, τάζοντάς τους πολλά πουγγιά, να τον σκοτώσει, δωροδόκησε γι’ αυτό και άλλους, αλλά ο Γεωργής ως φρόνιμος τους απέφυγε. Δεν απέφυγε όμως χειροδικία με τον έκπτωτο δραγομάνο στο σπίτι του Μεχεμμέτ αγά, όπου ἒδωκέν του στ' ἀμμάτια και τον ενίκησε (στίχ. 541). Κυνηγήθηκε όμως από τους συνεργάτες του έκπτωτου με μαχαίρια, κι από το σπίτι του διέφυγε μέσω Αμμοχώστου στην Κωνσταντινούπολη, μεταφέροντας ἂρζε χαρτιά- (=έκθεση) του μουσελλίμη, σταλμένα διά του Λούκα ἀπό τ' Ἂρσος, που μαζί με τον παπᾶν τόν Μαραθοβουνιώτην και άλλους πολλούς ραγιάδες οπαδούς του, με δικές του δαπάνες, έφυγαν με συμιακό καράβι στην Κωνσταντινούπολη (στίχ. 550-560).
Στο μεταξύ ο Μαρκουλής κάλεσε τον Κονστάντζο από τα χωριά και τον έστειλε άκοντα στην Κωνσταντινούπολη να επιτύχει την αποκατάστασή του στη δραγομανία με την βοήθεια του Παναγιωτάκη (Νικούσιου), που όμως είχε στο μεταξύ πεθάνει (22 Σεπτεμβρίου 1673) όπως κι οι λοιποί βοηθοί του. Γι’ αυτό ο Κονστάντζος κρύφτηκε στην πρωτεύουσα, όπου τον συνάντησε ο έκπτωτος, που ήλθε κι ο ίδιος εκεί φοβούμενος το εχθρικό κλίμα του νησιού, με σωρό από δώρα —λεία των ατασθαλιών του— και με τους φίλους του που αναφέραμε, και ακόμη τους Διπλογιάκουμον, Τζικκίνην, Νικολέττον και τον αδελφό του Λαζανιάν, για να δικαιολογήσουν τον Μαρκουλή και να κακολογήσουν τον Γεωργή. Ο τελευταίος χάρηκε γιατί θα γινόταν τώρα ανοικτή αναμέτρηση, αλλά οι εγκλήσεις τους δεν απέδωσαν, διότι ο σουλτάνος (Μεχμέτ Δ') απουσίαζε στην εκστρατεία του στην Λεχία (=Πολωνία) στο Παπαταγί (Babatagi στην Ρουμανία) με το μεγάλο βεζίρη (Φαζίλ Αχμέτ Κιοπρουλού). Αφού ο Κονστάντζος επέστρεψε στον οργισμένο Μαρκουλή 100 ρεάλια και προφανώς διαχώρισε τη θέση του (οι σχετικοί στίχοι 627-628 είναι κολοβοί), οι δυο αντίπαλοι δραγομάνοι μετέβησαν θρηνώντας με τις συνοδείες τους στο στρατόπεδο του σουλτάνου στη Λεχία, όπου ο Κιοπρουλού παρέλαβε τα έγγραφά τους: πρώτα του Γεωργή, που τα παρουσίασε ο Καράγιαννης, καταγγέλλοντας την γράφτουσαν (=φορολογική καταγραφή) του Μαρκουλή ως φαλιασμένη και διεκτραγωδώντας με δάκρυα μαζί με τους άλλους την πολλοτεθλιμμένην Κύπρον (στίχ. 650-654). Ο Μαρκουλής προσποιήθηκε ότι δεν τους ήξερε, ήταν φυγάδες από την Κύπρο και γι’ αυτό δεν περιλαμβάνονταν στην γράφτουσαν. Ο οπαδός του Γεωργή Παπα- Ιάκωβος Μαραθοβουνιώτης τα απέρριψε όλα και ζήτησε από το σουλτάνο να ελέγξει τα ονόματά τους στον κατάλογο. Ο έλεγχος απέδειξε τον Μαρκουλή ψευδόμενο, και ο σουλτάνος διέταξε να τον βάλουν στά σίδερα (στίχ. 678), όποτε οι ἀνθρῶποι του τόν ἀρνήθηκαν. Ο σουλτάνος ρώτησε την ομάδα του Γεωργή αν ήθελαν να τους δώσει παχιᾶν (πασά) απ' εκεί και να σκοτώσει τοῦτον, πὄναι σκοῦντρός [εχθρός] των, προφανώς, τον Μαρκουλή. Αυτοί ζήτησαν καππικῆν (=πληρεξούσιο) [για να κάμει] και έλεγχο (δεφτίχιν) στις πράξεις του Μαρκουλή. Ο σουλτάνος τους έδωσε τον Χασάν ἀγᾶν, που θα τον πλήρωναν οι ίδιοι με 6.000 ἀσλανιά. Με πᾶσα λογῆς φερμάνια (στίχ. 695) ξεκίνησε ο καππικῆς και οι 36 της ὁμάδας τοῦ Γεωργῆ, μεταφέροντας και τον έκπτωτο˙ στην καγίναν (=αλυσίδα), με πεσμένο ηθικό, υβριζόμενο και βασανιζόμενο, όπως είχε φερθεί ο ίδιος. Επειδή ο Καράγιαννης συνομιλούσε με τον Μαρκουλή, τον θεώρησαν δίπαρτον (=διπρόσωπο) και με απόφαση του καππικῆ τον φυλάκισαν. Αποβιβάστηκαν στο μοναστήρι Χρυσομαλαντρίναν (=Μελανδρύνα, στα βόρεια) και απ' εκεί έφθασαν στην Αμμόχωστο, όπου ναυλοχούσαν κάτεργα με τέσσερις πασάδες. Οι ραγιάδες, οργισμένοι κατά του εκπτώτου, πήγαιναν εκεί και κατήγγελλαν συγκεκριμένες παρανομίες του στον καππικῆν, που υποσχόταν να ξηλώσει την γράφτουσαν. Ο Γεωργής υπεστήριζε τους ραγιάδες και βρισκόταν σε συχνή επαφή με τους πασάδες (στίχ. 743-744), που φαίνεται ότι εστάλησαν για να παρακολουθούν τις εξελίξεις. Ο φιλάνθρωπος νέος δραγομάνος διόρισε τον Γερολεμῆν, ένα παιδί, ως υπηρέτη του σιδηροδέσμιου αντιπάλου του, που φαίνεται ότι μαγεύθηκε και εξαγοράστηκε με καρτζά (=χρήματα).
Οι τέσσερις πασάδες ζήτησαν από τους αγάδες της Λευκωσίας, προφανώς συνενόχους του Μαρκουλή, που οι ατασθαλίες τους φάνηκαν στις καταγγελίες, να μεταβούν στην Αμμόχωστο. Αυτοί αρνήθηκαν [και;] διότι είχαν [πρόσφατα] πνίξει τον πρῶτον τους (στίχ. 756). Ο μισελλίμης όμως μετέβη στους πασάδες και τους ἐπαρακάλησεν γιά ὃλους τούς ραγιάδες, και ζήτησε από τον καππικῆν να παν [όλοι] στη Λευκωσία. Όταν ο τελευταίος υπέβαλε το αίτημα στον Γεωργή, οι σύντροφοί του έξαλλοι το απέρριψαν, διότι ἐσού στήν χώραν ὃτι μπῆς, νικᾶ σε ὁ ἐχθρός σου (στίχ. 770). Αν και οι Αμμοχωστιανοί δήλωσαν προς αυτόν ότι στέκουν βοηθοί του, αποτρέποντάς τον από το ταξίδι στην χώραν, όπου βρίσκονταν οι εχθροί του, ο Γεωργής παρακούοντας και Τούρκους και Ρωμιούς, θέλησε ή δέχθηκε να γίνει κρίσιμον (=δίκη), βεβαίως νέα αναψηλάφηση της υποθέσεως μόνον στη Λευκωσία, κι έτσι σάν πουλλιά πού πέτουνται ψηλά, ἒπεσε στήν παγίδα (στίχ. 776).
Τι ακριβώς έγινε στη Λευκωσία δεν φαίνεται από τους εφεξής κολοβούς στίχους 781-973, που οι πιο πολλοί μετά τον στίχο 800 είναι σπαράγματα λέξεων, συχνά κολοβών και ακατάληπτων. Φαίνεται ότι δεν δικαιώθηκε στη νέα δίκη, και γι' αυτό [οι οπαδοί του;] δέν εἶχαν παρηγορίαν (στίχ. 782), γι' αυτό και οι ποιητής ομολογεί θρηνῶ, ἀναστενάζω (στίχ. 785). Οι τέσσερις πασάδες αναχωρούν από την Αμμόχωστο, οπότε πάραυτα 'πολογιάσθησαν [από ποιους; όχι, νομίζουμε, τους πασάδες ως γράφεται στις Κυπρ. Σπουδ., ΜΕ', 1981, σ. 75] τῆς Κύπρου οἱ ραγιάδες, /εἶπαν τούς ὃλοι [μάλλον οι Αμμοχωστιανοί] ἂρετε, μά γλήορα στραφῆτε/ μέσα στην χώραν νά 'ρτετε, τό δίκιόν σας νά δῆτε (στίχ. 795- 798). Πιθανώς οι Αμμοχωστιανοί, Έλληνες και Τούρκοι, φοβισμένοι από τη δυσμενή τροπή των πραγμάτων, εξαπέστειλαν τους οπαδούς του Γεωργή (τους ραγιάδες, στίχ. 796) στη Λευκωσία, για να συμμερισθούν την τύχη του αρχηγού τους και να του συμπαρασταθούν ίσως, αν ακόμη ζούσε, και για να απαλλαγούν κάπως οι ίδιοι από την ευθύνη για την προηγούμενη συνενοχή προς τον ηττημένο τώρα Γεωργή. Παρόλα αυτά, ακόμη μέσα εἰς τό ' σσωκάστελλον εἶχον φυλακισμένους/ ὃλους τούς συνακόλουθους καί τρισκαταραμένους (στίχ. 799-800), προφανώς τον Μαρκουλή και τους συνεργάτες του, γιατί η πλάστιγγα δεν είχε ακόμη κλίνει οριστικά (τέλη 1674 ή αρχές του 1675).
Αν κρίνουμε από τη σιωπή των γαλλικών προξενικών εγγράφων, που αναφέραμε στην αρχή, του Σεπτεμβρίου 1676, για τον Γεωργή, φαίνεται ότι εξαφανίστηκε από την πολιτική σκηνή του νησιού κατά το 1676. Είτε σκοτώθηκε, είτε έφυγε για την Κωνσταντινούπολη να συνεχίσει την εμπορική του δραστηριότητα και τη θέση του δραγομάνου ξαναπήρε ο Μαρκουλής, τον οποίο ο Γάλλος πρόξενος στη Λάρνακα Σωβάν (Sauvan, 1670-1690) κατηγορεί ως όργανο των Βενετών, τότε σκληρών εμπορικών και πολιτικών αντιπάλων της Γαλλίας. Ο Μαρκουλής εμφανίζεται στα έγγραφα ως δραγομάνος, που είχε πεθάνει πριν από τον Σεπτέμβριο του 1676, ίσως στα μέσα ή στις αρχές του ή στα τέλη του 1675. Ο Σωβάν αναφέρει ότι είχε κατορθώσει να τον αποσπάσει από τη βενετική επιρροή εξαγοράζοντάς τον, ότι ο Μαρκουλής του είχε παραδώσει όλες τις επιστολές του Βενετού προξένου Σαντονίνι (Santonini) που τον υποκινούσαν σε ενέργειες εναντίον των γαλλικών συμφερόντων στο νησί, ότι ο Μαρκουλής σκοτώθηκε από τους Γενιτσάρους — τους πρώην φίλους του;— κι ότι όταν πέθανε ήταν καταχρεωμένος στους Γάλλους. Το επώνυμό του στα έγγραφα φέρεται Κορόμηλος, που υπάρχει και στον Λεόντιο Μαχαιρά, ιταλ. Curmulisi (πρβλ. κρητικό Κουρμούλης). Δεν είναι δυνατό από τις έμμεσες αυτές πληροφορίες να συμπεράνουμε για τη διεθνή πολιτική τοποθέτηση του Γεωργή, παρά μόνο να πιθανολογήσουμε ότι κι αυτός ίσως θα ήταν φίλος της Βενετίας ως εμπορευόμενος με αυτήν. Ίσως όμως η πτώση του να οφειλόταν και σε αντιβενετική στάση του, που προκάλεσε την οργή του Σαντονίνι και τη χρησιμοποίηση κάθε μέσου, μαζί και του Μαρκουλή, στην οθωμανική διοίκηση, για την υπόσκαψή του. Καμιά από τις δυο εκδοχές δεν είναι βέβαιη, όπως ούτε η άποψη του Ν. Μυλωνά ότι δυνατόν η εξέγερση του Βογιατζίογλου* (1683- 1690;) να ήταν συνέχεια της συγκρούσεως Μαρκουλή και αγάδων αφενός - Γεωργή αφετέρου, δηλαδή ότι ο Βογιατζίογλου εκφράζει την δυσαρέσκεια του λαού, Ελλήνων και Τούρκων, όπως ο Γεωργής, εναντίον των καταπιεστικών μεθόδων των πρώτων. Η μακρά διάρκεια του κινήματος του Βογιατζίογλου μπορεί να υποδηλοί υποστήριξη και των Ελλήνων και των Τούρκων (=κυρίως εξισλαμισμένων Χριστιανών) ραγιάδων προς αυτόν, όπως είχε στην ουσία συμβεί με τον Γεωργή και με άλλους αντάρτες αργότερα.
Άλυτο είναι επίσης το ζήτημα της εξάρτησης της Κύπρου στα χρόνια αυτά από τον μεγάλο βεζίρη, τον καπουτάν πασά ή τον σουλτάνο κατ' ευθείαν, αν και ο τίτλος του διοικητή, μουσελίμης, υποδηλοί μάλλον εξάρτηση από το δεύτερο, χωρίς όμως ακριβή στοιχεία από πότε και γιατί, ούτε βεβαιότητα αν ουσιαστικά ο σουλτάνος δρούσε διά μέσου του δευτέρου ή του τρίτου. Το βέβαιο είναι ότι ο πλούσιος Γεωργής, με την εντιμότητα και το υψηλό ήθος του στάθηκε πλάι στους καταπιεζόμενους ραγιάδες της πατρίδας του, έστω κι αν ο διορισμός του ήταν αποτέλεσμα υποδείξεως των ενόχων πρώην συνεργατών του σκληρού Μαρκουλή και παρασκηνιακών ενεργειών στην Κωνσταντινούπολη.
Κ.Π. ΚΥΡΡΗΣ