Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βέσσαλον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το χαλίκι, το βότσαλο. 2. μέρος σπασμένου κεραμιδιού. 3. μτφ. εμπόδιο.