Ανδρείων Μοναστήρι , Λευκωσία

Image

Το μοναστήρι των Ανδρείων ή Ανδρών ή Ανδρίου αναφέρεται συχνά στις διάφορες πηγές των χρόνων της Φραγκοκρατίας. Άγνωστη όμως παραμένει ως τώρα η ιστορία της ίδρυσής του καθώς κι η ακριβής τοποθεσία στην οποία βρισκόταν στη Λευκωσία. Ούτε κι είναι γνωστό πώς πήρε το όνομά του το μοναστήρι αυτό, που ήταν αφιερωμένο στη Θεοτόκο.

 

Ο Λεόντιος Μαχαιράς δεν αναφέρει το μοναστήρι των Ανδρείων στο Χρονικόν του. Ωστόσο ο Strambaldi, στη δική του μετάφραση του έργου του Μαχαιρά, αντικαθιστά το μοναστήρι των Ιερέων με το Monasterio d' Andrio (παρ. 77, έκδ. Dawkins). Ο πρώτος ο οποίος αναφέρει ρητά το μοναστήρι των Ανδρείων είναι ο Estienne de Lusignan (Chorograffia, et breve historia universale dell' Isola de Cipro principalmente al tempo di Noe per insino al 1572, Bologna, 1573). To αναφέρει ως ένα από τα τέσσερα ανδρικά Ορθόδοξα μοναστήρια της Λευκωσίας, ενώ ο ίδιος πάλι, στο έργο του Description de toute l' isle de Chypre... Paris, 1580, το αναφέρει ως ένα από τα ορθόδοξα μοναστήρια της Λευκωσίας που ιδρύθηκαν σταδιακά και ακολουθούσαν τον Κανόνα του αγίου Βασιλείου. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Lusignan αποδίδει το μοναστήρι ως Andrie (f. 31v) και Andrion (ff.75v και 84ν).

 

Μετά την υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου στην Καθολική, που επετεύχθη με την περιβόητη Βούλλα του πάπα Αλεξάνδρου Δ'*, φαίνεται ότι ο ηγούμενος του μοναστηριού των Ανδρείων συμμετείχε ως αναπληρωματικό μέλος στη χειροτονία Έλληνα επισκόπου, αντικαθιστώντας, σε περίπτωση απουσίας του, έναν από τους άλλους τρεις Ορθόδοξους επισκόπους του νησιού. Αυτό τουλάχιστον πρέπει να συνέβαινε κατά τον 16ο αιώνα, αφού το αναφέρει ο Estienne de Lusignan που, ως αντιπρόσωπος του Καθολικού επισκόπου Λεμεσού, πήρε μέρος στην εγκαθίδρυση του Έλληνα επισκόπου Λευκάρων (J.D. Mansi, Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio, vol. 23, av. Graz, 1961, στήλ. 1037-1046. Ε. Lusignan, Chorograffia.., ff. 31v-32r. Π.Ι. Κιρμίτση, «Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Κύπρου επί Φραγκοκρατίας», Κυπρ. Σπουδαί, ΜΖ', 1983, σσ. 24-36).

 

Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός, που πραγματεύεται το θέμα διά μακρών και στηρίζεται στο σημείο αυτό στον Lusignan, αναφέρει: Ἀφ' οὖ ἐτελείωναν αὐτά ὃλα, ἐγίνετο ἡ χειροτονία ἀπό τρεῖς Ἐπισκόπους Ρωμαίους, καί ἂν δέν ἦτον τρεῖς, τόν τρίτον τόπον τόν ἐπλήρωνεν ὁ Ἡγούμενος τοῦ Ἀντρίου, μοναστήριον Ρωμαίων Μέγα εἰς Λευκοσίαν (Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου, Βενετία, 1788, σ. 59).

 

Σ’ άλλο σημείο της Ιστορίας του, ο Κυπριανός προσπαθεί να ταυτίσει με την εκκλησία Τριπιώτου της Λευκωσίας ένα από τα δυο Ορθόδοξα μοναστήρια της Λευκωσίας στα χρόνια της Φραγκοκρατίας: τοῦ Σερεηπλάτρων ἢ τό τοῦ Ἀνδρίου, ἓνα ἀπό τά δύω φαίνεται νά εἶναι ἡ νῦν τοῦ Τριπιώτου Ἐκκλησία... (Ιστορία... σ. 394). Το γεγονός όμως ότι η εκκλησία του Τριπιώτου τιμάται επ' ονόματι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, ενώ το μοναστήρι των Ανδρείων ήταν αφιερωμένο στη Θεοτόκο, παρόλο που δεν αποκλείει, μειώνει ίσως τις πιθανότητες ταύτισής τους.

 

Από άλλες λατινικές πηγές μαθαίνουμε ότι το μοναστήρι της Παναγίας των Ανδρείων, αναφερόμενο ως abbadia di Andro, είχε κατά τα τελευταία χρόνια της Φραγκοκρατίας, ετήσιο εισόδημα από 200 δουκάτα (G. Hill, A History of Cyprus, III, 1948, σσ. 809-810).

 

Την ιστορία του μοναστηριού στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν μπορούμε να την παρακολουθήσουμε. Ούτε υπάρχει ασφαλής ένδειξη για να εικάσουμε πως τούτο καταστράφηκε, όπως κι άλλα μοναστήρια που έμειναν έξω από τις νέες οχυρώσεις της Λευκωσίας, τις οποίες έκτισαν οι Βενετοί μεταξύ 1567 και 1570, αντικαθιστώντας τις προϋπάρχουσες οχυρώσεις των Λουζινιανών. Γεγονός ωστόσο είναι ότι πολλά κτιριακά συγκροτήματα που είχαν μείνει έξω από τις βενετικές (και μικρότερης περιμέτρου) οχυρώσεις της Λευκωσίας, είχαν κατεδαφιστεί.

 

Από τους ηγουμένους της μεγάλης μονής των Ανδρείων, γνωρίζουμε μόνο τον Αμβρόσιο που υπήρξε διάσημος καλλιγράφος στο δεύτερο τρίτο του 16ου αιώνα. Επτά χειρόγραφα εκκλησιαστικού περιεχομένου, γραμμένα από το χέρι του Αμβροσίου, είναι σήμερα γνωστά (Μ. Vogel - V. Gardthausen, Die griechischen Schreiber des Mittelalters und der Renaissance, Leipzig, 1909, σ. 15. L. Politis, 'Eine Schreibershule im Kloster των Οδηγών', Byzantinische Zeitechrift 51, 1958, σσ. 279-280). Είναι πιθανό ο κυπριακής καταγωγής επίσκοπος Buzau, Λουκάς, διάσημος επίσης καλλιγράφος του τέλους του 16ου και των αρχών του 17ου αιώνα, να μαθήτευσε στο βιβλιογραφικό εργαστήριο του μοναστηριού των Ανδρείων, πριν εγκαταλείψει την Κύπρο στα 1571.