Αγωνιστής, ήρωας του απελευθερωτικού αγώνα του 1955 - 59. Γεννήθηκε στο χωριό Μαραθόβουνο το 1935 και σκοτώθηκε σε ένοπλη σύγκρουση στο χωριό Ζωοπηγή στις 31 Δεκεμβρίου 1956. Στις τάξεις της ΕΟΚΑ εντάχθηκε ενώ ήταν ακόμη μαθητής στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Πρωτοστατούσε στην οργάνωση της νεολαίας και συμμετείχε ενεργά σε μαχητικές μαθητικές διαδηλώσεις. Συνελήφθη από τους Άγγλους και κλείστηκε στα κρατητήρια της Κοκκινοτριμιθιάς, όπου όμως δεν έμεινε για πολύ. Κατόρθωσε να δραπετεύσει στις 13 Σεπτεμβρίου 1956 και να καταφύγει στα βουνά. Στην περιοχή Πιτσιλιάς ήλθε σ' επαφή με την αντάρτικη ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου, στην οποία εντάχθηκε με το ψευδώνυμο «Λιάκος». Με την ομάδα του Αυξεντίου παρέμεινε μέχρι και την ώρα του θανάτου του.
Στα τέλη του 1956 ο Γρηγόρης Αυξεντίου καταδιωκόταν συνεχώς από τους Αγγλους που τον είχαν επισημάνει και ακολουθούσαν διαρκώς τα ίχνη του. Ο ήρωας ήταν αναγκασμένος να μετακινείται αδιάκοπα, μαζί με την ομάδα του, μέχρι και τις πρώτες μέρες του Μαρτίου του 1957, οπότε περικυκλώθηκε από τον αγγλικό στρατό σε κρησφύγετο κοντά στο μοναστήρι του Μαχαιρά και σκοτώθηκε στις 3 του μήνα ύστερα από μάχη. Στις 30 Δεκεμβρίου του 1956, 2 μήνες πριν από τον θάνατό του, ο Αυξεντίου βρισκόταν μαζί με την ομάδα του στο χωριό Ζωοπηγή της επαρχίας Λεμεσού, στο σπίτι του Μηνά Μηνά. Το βράδυ της μέρας αυτής Τουρκοκύπριοι ειδικοί αστυνομικοί (οι λεγόμενοι επικουρικοί) μαζί με Ελληνοκυπρίους επίσης πράκτορες των Άγγλων, έφθασαν στο χωριό αναζητώντας ίχνη της ομάδας του Αυξεντίου. Ο ήρωας προσπάθησε να αποφύγει αρχικά τη σύγκρουση, όμως οι πράκτορες των Άγγλων άρχισαν να κακοποιούν τον Μηνά, προσπαθώντας να του αποσπάσουν πληροφορίες για τις κινήσεις του Αυξεντίου. Τότε αυτός, μαζί με τον Μιχαήλ Γεωργάλλα, οπλισμένοι με αυτόματα όπλα, προσπάθησαν ν' απελευθερώσουν τον Μηνά. Στην ανταλλαγή πυροβολισμών που ακολούθησε, ένας Τουρκοκύπριος έπληξε θανάσιμα τον Γεωργάλλα, ενώ από το ίδιο όπλο ο Αυξεντίου τραυματίστηκε στο πόδι. Ο Αυξεντίου με το δικό του όπλο πρόλαβε να σκοτώσει τον Τουρκοκύπριο, ενώ οι υπόλοιποι πράκτορες των Άγγλων υπεχώρησαν και εξαφανίστηκαν.
Γνωρίζοντας ότι οι πράκτορες θα επέστρεφαν σύντομα με ενισχύσεις, ο Αυξεντίου συγκέντρωσε τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας του, που ήταν πέντε, και αποφάσισε να μετακινηθεί για την βουνοκορφή Παπούτσα. Πριν αναχωρήσει από το χωριό η ομάδα, ξημερώματα της 31.12.1956, ο Αυξεντίου διέταξε να φέρουν τον παπά του χωριού και έθαψε κρυφά τον Γεωργάλλα.
Στην αναφορά που έστειλε στον αρχηγό του Διγενή, ο Αυξεντίου έγραφε ότι οι πράκτορες των Άγγλων είχαν φθάσει στη Ζωοπηγή στις 00.15 ώρα της 30 προς την 31.12.1956, με αυτοκίνητο ταξί, ἐντός τοῦ ὁποίου ἦσαν οἱ δύο προδότες Τσούκας και Πιτσιλλίδης ...μαζί μέ ἐπικουρικούς καί ἂλλους προδότες ... Αναφέρει ακόμη ότι ο Γεωργάλλας είχε κτυπηθεί στο στήθος, κι ότι πεθαίνοντας, είχε προφθάσει να πει στον ίδιο τα λόγια: Μάστρε μου, πεθαίνω. Ζήτω ἡ Ἑλ...
Μετά την αναχώρηση της ομάδας από το χωριό, έφθασαν εκεί δυνάμεις του αγγλικού στρατού που, μετά από μεγάλες έρευνες, ανακάλυψαν το πρόχειρα θαμμένο ἐντός ἀβαθοῦς τάφου εἰς τό νεκροταφεῖον τοῦ χωριοῦ σῶμα του Μιχαήλ Γεωργάλλα. Σύμφωνα με την σχετική είδηση, τό πτῶμα εὑρίσκετο ἐντός σάκκου ἀχύρου.
Η συμπλοκή στην οποία μετείχε και σκοτώθηκε ο Γεωργάλλας συνέβη στην άκρη του χωριού Ζωοπηγή, κοντά στο γεφύρι του κυρίου δρόμου. Στο σημείο εκείνο στήθηκε αργότερα το μνημείο του Γεωργάλλα.