Τα παλαιότερα γεφύρια που υπάρχουν σήμερα στην Κύπρο δεν φαίνεται να είναι παλαιότερα από τη Μεσαιωνική περίοδο. Όμως αναμφίβολα υπήρχαν γεφύρια και κατά την αρχαιότητα και τη Βυζαντινή περίοδο.
Ο παλαιότερος χάρτης της Κύπρου, της Ρωμαϊκής περιόδου, που σώθηκε στη γνωστή Tabula Peutingeriana δείχνει τον δρόμο να περνά πάνω από ποταμούς μεταξύ Αμαθούντος - Κιτίου, Κιτίου - Σαλαμίνος και Λαπήθου- Σόλων. Αυτό βέβαια δεν είναι απόδειξη της ύπαρξης γεφυριών, γιατί κατά κανόνα η Κύπρος δεν διαθέτει ποταμούς, αλλά χειμάρρους που είναι κατά κανόνα βατοί στη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου. Το γεγονός αυτό καθιστά ίσως περιττή την ύπαρξη γεφυριών ή τουλάχιστον περιόριζε σημαντικά τον αριθμό τους.
Γι’ αυτό άλλωστε, στο βίο του αγίου Σπυρίδωνος αναφέρεται ότι όταν πλημμύρισε ο χείμαρρος (δεν αναφέρεται ποιος) έκαμε αδύνατη την μετάβαση από την Τριμιθούντα στη Σαλαμίνα ενός απεσταλμένου.
Βλέπε λήμμα: Σπυρίδωνας άγιος
Γεγονός όμως είναι ότι οι ρωμαϊκοί δρόμοι περνούσαν πάνω από ποτάμια, τουλάχιστον στην περιοχή της Πάφου, που δεν στέρευαν ποτέ, όπως ο Ξερός, ο Διαρίζος και το Χαποτάμι μεταξύ Πάφου - Κουρίου, Σταυρού της Ψώκας μεταξύ Πάφου - Αρσινόης και Μιρμιγκόφ μεταξύ Αρσινόης - Σόλων, πράγμα που καθιστούσε απαραίτητη την ύπαρξη γεφυριών. Γεφύρια αναμφισβήτητα πρέπει να υπήρχαν και πάνω από τον ποταμό της Γερμασόγειας, τον Γιαλιά και τον Πηδιά, όπως φαίνεται από την ύπαρξη μεσαιωνικών γεφυριών στους ποταμούς αυτούς. Κανένα όμως γεφύρι δεν σώθηκε από τη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή περίοδο. Ίσως ακριβώς αυτό να οφείλεται και στην ορμή με την οποία ρέουν οι χείμαρροι σε εποχές πολυομβρίας. Άλλωστε και τα μεσαιωνικά γεφύρια που σώζονταν μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα (π.χ. στο Πυρόι πάνω από τον Γιαλιά) ή σώζονται ακόμη (στον ποταμό της Γερμασόγειας, μόλις 150 μ. βορείως του παραλιακού δρόμου Λευκωσίας - Λεμεσού) έφθασαν μέχρι την εποχή μας μισοκατεστραμμένα.
Φραγκοκρατία
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας υπήρχαν φαίνεται αρκετά γεφύρια, όχι μόνο πάνω από τους ποταμούς για να ευκολύνουν την επικοινωνία ανάμεσα στις πόλεις και τα χωριά αλλά και μέσα στην ίδια τη Λευκωσία που τη διασχίζει ο Πηδιάς. Ο Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει τρία γεφύρια μέσα στη Λευκωσία, της Πιλλιρής, των Αγίων Αποστόλων και του Σινεσκάρδου. Ασφαλώς υπήρχαν κι άλλα. Υπολείμματα δυο μεσαιωνικών γεφυριών βρέθηκαν στην οδό Ερμού και στην οδό Αμμοχώστου στη Λευκωσία.
Από τα γεφύρια που έχει σχεδιάσει και αναφέρει ο Κ. Ανλάρ (C. Enlart) σώζεται μόνο το γεφύρι κοντά στο Ορτάκιογιου (Μιντζέλι) στο δρόμο που οδηγεί από τη Λευκωσία στο Δίκωμο. Το γεφύρι αυτό είναι κατασκευασμένο με τετραγωνισμένους πωρόλιθους και έχει τρία οξυκόρυφα τόξα. Αν και δεν είναι χρονολογημένο μπορεί να θεωρηθεί σύγχρονο με τα άλλα δυο γεφύρια που έχει σχεδιάσει ο Enlart, εκείνο του ποταμού Γιαλιά στο Πυρόι κι εκείνο του Τρέμιθου στο Κίτι. Τα δυο αυτά γεφύρια έχουν καταστραφεί. Από το γεφύρι στο Κίτι σώζεται μόνο τμήμα στη δυτική όχθη του ποταμού με οικόσημα των Λουζινιανών, ίσως του 15ου αιώνα. Είχε δυο μόνο τόξα οξυκόρυφα, ανάμεσα στα οποία ισχυρό ποδαρικό με οξυκόρυφη αντηρίδα προς την πλευρά του ρεύματος του ποταμού. Το πιο μεγάλο γεφύρι αναμφίβολα ήταν εκείνο πάνω από τον ποταμό Γιαλιά στο Πυρόι, δυτικά του σημερινού γεφυριού. Στα τέλη του περασμένου αιώνα, ένα τμήμα του είχε ήδη καταρρεύσει. Σώζονταν όμως πέντε οξυκόρυφα τόξα και το ήμισυ του έκτου. Και το γεφύρι αυτό ήταν κτισμένο με πελεκητούς πωρόλιθους κι είχε τη μορφή των άλλων δυο γεφυριών που αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Τα σωζόμενα γεφύρια
Σήμερα σώζονται τουλάχιστον δεκατρία γεφύρια από την εποχή της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Η χρονολόγησή τους δεν είναι εύκολη με βάση την μορφολογία τους, γιατί το οξυκόρυφο τόξο συνεχίζεται μέχρι των ημερών μας, ενώ το ημικυκλικό τόξο που εγκαταλείφθηκε την εποχή της Φραγκοκρατίας μπήκε ξανά σε χρήση την περίοδο της Βενετοκρατίας και συνεχίστηκε και κατά την Τουρκοκρατία. Έτσι μόνο ένα γεφύρι μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια από επιγραφή και χρονολογία, το γεφύρι του ποταμού Σκάρφου κοντά στο χωριό Σίμου. Το γεφύρι αυτό αποτελείται από ένα ημικυκλικό τόξο και έχει άνοιγμα 8,50 μ. περίπου και είναι κατασκευασμένο στις εξωτερικές πλευρές από τετραγωνισμένους ασβεστόλιθους, ενώ το ενδιάμεσο είναι κατασκευασμένο από αδρομερώς πελεκημένους ασβεστόλιθους. Το πλάτος του οδοστρώματος είναι 2,75 μ. Το γεφύρι αυτό φέρει μια πλάκα με σταυρό και στο κάτω μέρος του σταυρού την χρονολογία 1618.
Παρόμοιο είναι το γεφύρι του Ρούδια παραπόταμου του Ξερού ποταμού στο δάσος της Πάφου. Το τόξο του γεφυριού αυτού έχει άνοιγμα 10 μ. περίπου και πλάτος οδοστρώματος 2,80 μ. περίπου. Το γεφύρι είχε παρασυρθεί κατά τη δεκαετία του 1950 και αναστυλώθηκε το 1975 -1976. Η χρονολόγησή του είναι δύσκολη. Δεν είναι όμως απίθανο να κατασκευάστηκε τον 16ο αιώνα.
Της ίδιας εποχής πρέπει να είναι και το παλαιό γεφύρι, σήμερα μισοκατεστραμμένο, του Τζελεφού στον ποταμό Ρούδια, στο δάσος της Πάφου στην περιοχή του Αγίου Νικολάου. Το γεφύρι αυτό με ημικυκλικό τόξο 6,80 μ. περίπου και ολικό πλάτος 2,50 μ. περίπου είναι από τα πιο μικρά γεφύρια του δάσους της Πάφου. Αντίθετα το νεότερο γεφύρι (Τζελεφού) του Ρούδια ή Πλατύ, όχι μακριά από το προηγούμενο, έχει τόξο οξυκόρυφο και άνοιγμα 10,70 μ. και το ίδιο πλάτος περίπου. Είναι κατασκευασμένο με τούβλα στα άκρα.
Το γεφύρι του Πισκόπου, κοντά στο Φοινί, έχει ημικυκλικό τόξο ανοίγματος 8,90 μ. και πλάτος 2,40 μ. Είναι κατασκευασμένο με αδρά πελεκημένους ασβεστόλιθους στα άκρα, και ανάμεσα με ακατέργαστες σχεδόν πλάκες. Το γεφύρι της Ελιάς, που βρίσκεται πάνω από τον ποταμό του Φοινιού ο οποίος είναι παραπόταμος του Διαρίζου, είναι οξυκόρυφο και έχει άνοιγμα 5,50 μ. και πλάτος 2,40 μ.
Οξυκόρυφο είναι και το τόξο του γεφυριού πάνω από τον ποταμό Κούρη στην τοποθεσία Καρδάτζι του χωριού Πελέντρι. Το τόξο έχει άνοιγμα 8,40 μ. κι ολικό πλάτος 2,87 μ. Ελαφρά οξυκόρυφο είναι και το γεφύρι πάνω από τον ποταμό Σέτραχο κοντά στα ιαματικά λουτρά του Καλοπαναγιώτη. Το γεφύρι ένωνε τον Καλοπαναγιώτη με τις θειούχες πηγές και το μοναστήρι του Λαμπαδιστή. Έχει άνοιγμα 7,30 μ. και πλάτος 2,60 μ. Η μορφή του ανάγλυφου σταυρού, που είναι εντοιχισμένος στην κορυφή της βόρειας πλευράς του γεφυριού, μπορεί να χρονολογηθεί στα χρόνια της Φραγκοκρατίας.
Αμελέστερα κατασκευασμένο είναι το παλαιό γεφύρι της Τριμίκλινης πάνω από τον ποταμό Κούρη. Έχει τρία άνισα τόξα. Το ευρύτερο τόξο, ελαφρά οξυκόρυφο, έχει άνοιγμα 8 μ. περίπου. Τα άλλα δυο τόξα είναι ασύμμετρα. Το γεφύρι έχει πλάτος 2,60 μ.
Άλλο παλαιό γεφύρι είναι το γεφύρι κοντά στην Ποταμιά πάνω από το Χα ποτάμι. Έχει ένα τόξο οξυκόρυφο, κάπως ασύμμετρο με άνοιγμα 5 μ. και πλάτος 3 μ. Η χρονολόγηση του γεφυριού αυτού είναι δύσκολη. Δύσκολη είναι και η χρονολόγηση του γεφυριού πάνω από τον ποταμό του Ακακίου, κοντά στη Μαλούντα. Το τόξο του γεφυριού αυτού είναι οξυκόρυφο και στην κορυφή έχει πλάκα με έξεργο σταυρό. Η μορφή του σταυρού οδηγεί μάλλον στα χρόνια της Τουρκοκρατίας παρά της Φραγκοκρατίας.
Τέλος στον ποταμό της Γερμασόγειας, 150 μ. περίπου στα βόρεια του παραλιακού δρόμου Λεμεσού - Λευκωσίας, σώθηκε ένα μεσαιωνικό γεφύρι. Το γεφύρι αυτό αποτελείται σήμερα από τρία τόξα. Όμως παλαιά είναι τα δυο. Τα τόξα αυτά είναι άνισα και οξυκόρυφα. Είναι κτισμένα με πελεκητούς πωρόλιθους και μοιάζουν με τα τόξα του γεφυριού κοντά στο Ορτάκιογιου. Δεν είναι λοιπόν απίθανο να είναι μεσαιωνικό το γεφύρι της Γερμασόγειας. Εκτός από τα γεφύρια αυτά υπάρχουν και άλλα μικρότερα και μικρότερης σημασίας που είναι πολύ δύσκολο να χρονολογηθούν.
ΑΘ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ