Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βυζάτζ̌ια (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

πετρούλες για σκλήρυνση οδοστρώματος.

Συνώνυμα:

[ενικ. Βυζάτζ̌ιν (το)]