Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βουρκίν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. βούρκα (το δερμάτινο σακίδιο μέσα στο οποίο βάζουν την τροφή τους).