Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Απόστημαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. φλεγμονή. 2. μτφ. κάθε κακό που δεν αντιμετωπίζεται.

Συνώνυμα:

Πόστημαν (το)