Ήταν ηγούμενος του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη μέχρι και το 1571, οπότε αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους κατά τη διάρκεια της εισβολής τους στην Κύπρο και της κατάκτησης του νησιού στα 1570-71. Μαζί με άλλους αιχμαλώτους μετεφέρθη στην Κωνσταντινούπολη, σύντομα όμως μπόρεσε ν' απελευθερωθεί και να επιστρέψει στην Κύπρο, οπότε στα 1572 εξελέγη επίσκοπος Αμαθούντος - Λεμεσού-Λευκάρων.
Στα 1575 ο επίσκοπος Γερμανός αναφέρεται ότι συνόδευσε στην Κωνσταντινούπολη τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Τιμόθεο, που πήγε εκεί για εκκλησιαστικά ζητήματα, μεταξύ των οποίων και το περί το Σινά ζήτημα. Έγγραφο περί των προνομίων του Σινά, που εξεδόθη τον Ιούλιο του 1575, προσυπογράφει και «ὁ ταπεινός ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος Γερμανός».
Στο θρόνο Αμαθούντος - Λεμεσού -Λευκάρων ο επίσκοπος Γερμανός παρέμεινε μέχρι και το 1580, οπότε εγκατέλειψε την υπό τουρκική κατοχή Κύπρο για να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του στην Ευρώπη. Από το 1581 έζησε στη Ρώμη, όπου φέρεται ότι δίδαξε στο εκεί Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου. Έζησε σε άθλια οικονομική κατάσταση, φαίνεται δε ότι έτυχε επιδομάτων από το Βατικανό, αφού έγινε Καθολικός. Μέχρι και το 1595 υπάρχει μαρτυρία ότι βρισκόταν ακόμη στην Ιταλία. Αργότερα πιθανό να πήγε στην Ισπανία, όπου και πέθανε στη Μαδρίτη το 1604. Η υπόθεση αυτή προκύπτει από ισπανικό έγγραφο που εστάλη στον αντιβασιλιά της Σικελίας Λορέντζο Σοάρεζ το 1604, το οποίο ομιλεί μεταξύ άλλων και για μυστική αποστολή του Έλληνα Γαβριήλ Νομικού, που «συνόδευσε τον αποβιώσαντα στη Μαδρίτη αρχιεπίσκοπο της νήσου Κύπρου». Δεδομένου ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία περί μεταβάσεως Κυπρίου αρχιεπισκόπου στη Μαδρίτη και θανάτου του εκεί, έγινε η υπόθεση ότι πρόκειται περί του επισκόπου Γερμανού.