Επίσκοπος Αμαθούντος, «πρόεδρος πόλεως Νεμεσοῦ καί Κουραίων» περί το 1260, σύγχρονος του αρχιεπισκόπου Κύπρου Γερμανού Πησίμανδρου* με τον οποίο πολλοί μελετητές τον ταύτισαν. Ωστόσο η νεότερη έρευνα απέδειξε ότι υπήρξε απλή συνωνυμία, κι ότι ο Γερμανός Αμαθούντος είναι άλλος από τον Γερμανό Πησίμανδρο. Η σύγχυση των δυο φαίνεται ότι προήλθε από αναφορά του Λέοντος Αλλατίου (16ος - 17ος αιώνας), ο οποίος μνημονεύει τον Γερμανό Αμαθούντος ως «πρωθιεράρχη των Ελλήνων της Κύπρου». Η χρήση του όρου «πρωθιεράρχης» από τον Αλλάτιο δεν φαίνεται σήμερα ότι σήμαινε κατ' ανάγκην τον αρχιεπίσκοπο της Κύπρου που ήταν τότε ο Γερμανός Πησίμανδρος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε μάλλον για να τονίσει την εκτίμηση των Ορθοδόξων της Κύπρου προς το πρόσωπο του επισκόπου Αμαθούντος Γερμανού που παρέμεινε πιστός στην Ορθοδοξία, σε αντίθεση προς τον Γερμανό Πησίμανδρο ο οποίος είχε υποταχθεί στους Λατίνους κι είχε, μάλιστα, πετύχει την έκδοση της περιβόητης Βούλλα Σύπρια* (Bulla Cypria) από τον πάπα Αλέξανδρο Δ', στα 1260.
Μια άλλη πληροφορία που ίσως συνέτεινε στη σύγχυση των δυο Γερμανών, αναφέρει ότι ο Αμαθούντος είχε προεδρεύσει συνόδου «των υποτελών αυτού επισκόπων». Εκείνος που προήδρευσε συνόδου «υποτελών επισκόπων» θα πρέπει να ήταν ο αρχιεπίσκοπος Πησίμανδρος. Αντίθετα, αποδεικνύεται ότι σε άλλη σύνοδο στην Αμαθούντα, που συνεκλήθη από τον επίσκοπο Γερμανό μετά την έκδοση της Bulla Cypria, δεν πήρε μέρος κανένας άλλος επίσκοπος.
Η σύνοδος της Αμαθούντος αποδεικνύεται μετά την ανεύρεση, στα 1845, ενός χειρογράφου που αγοράστηκε από το Βρετανικό Μουσείο (καταχωρημένο σήμερα ως κώδικας υπ' αριθμόν 15422 της βιβλιοθήκης του Βρετανικού Μουσείου), με τίτλο «Τό Συνοδικόν τοῦ Ἀμαθοῦντος Γερμανοῦ». Το σημαντικό αυτό έγγραφο που διασώθηκε και σε άλλα δυο χειρόγραφα (Barberinus Craecus 390 και Άθωνιτικόν αρ. 489 του μοναστηριού Διονυσίου του Αγίου Όρους), αποτελεί τα πρακτικά συνόδου της οποίας προήδρευσε ο Αμαθούντος Γερμανός. Στη σύνοδο αυτή, όπως προκύπτει από το έγγραφο, δεν πήρε μέρος κανένας άλλος επίσκοπος πλην του Γερμανού. Πήραν όμως μέρος οι ιερείς, οι ηγούμενοι και οι μοναχοί της επισκοπικής του περιφέρειας. Στο Συνοδικόν ο Γερμανός αναφέρεται σαφώς ως «ἐλέῳ Θεοῦ ταπεινός ἐπίσκοπος Ἀμαθούντων, πρόεδρος πόλεως Νεμεσοῦ καί Κουραίων».
Ο Αμαθούντος Γερμανός συγκάλεσε τη σύνοδο αυτή πιθανότατα ως αντίδραση προς τροποποιητικές εκκλησιαστικές διατάξεις που είχαν εκδοθεί από τον πάπα Ιννοκέντιο Δ' στα 1254, και τις οποίες διατάξεις είχε προσπαθήσει λίγο αργότερα να εφαρμόσει στην Κύπρο ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Ραφαήλ. Εξάλλου στο «Συνοδικόν τοῦ Ἀμαθοῦντος Γερμανοῦ», δηλαδή στα πρακτικά της συνόδου που συγκάλεσε, περιέχονται σαφείς διατάξεις περί των αγίων μυστηρίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, παράλληλα προς αντίστοιχες διατάξεις της Λατινικής, που είχε εκδώσει ο Ιννοκέντιος Δ'.
Παρά το ότι περαιτέρω πληροφορίες για τον Αμαθούντος Γερμανό ελλείπουν, μπορούμε να συμπεράνουμε από τα πιο πάνω ότι αυτός υπήρξε γενναίος υπέρμαχος της Ορθοδοξίας στην Κύπρο, σε μια εποχή κρισιμότατη για την Κυπριακή Εκκλησία η οποία υφίστατο τις διώξεις και τη σκληρή καταπίεση της Λατινικής, μάλιστα δε και όταν ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Γερμανός Πησίμανδρος είχε υποταχθεί και επιβάλει στην Κύπρο ένα περίεργο εκκλησιαστικό καθεστώς ως απόρροια της Bulla Cypria. Δεν είναι γνωστό πόσοι και ποιοι Ορθόδοξοι ιεράρχες της Κύπρου, αυτής της εποχής, υποστήριξαν τον Αμαθούντος Γερμανό στον αγώνα του υπέρ της Ορθοδοξίας. Φαίνεται όμως από το Συνοδικόν, που αποδεικνύει ότι στη σύνοδο της Αμαθούντος δεν παρευρέθηκε κανένας άλλος επίσκοπος, πως οι περισσότεροι αν όχι όλοι, είχαν συνταχθεί με τον αρχιεπίσκοπό Γερμανό Πησίμανδρο.