Μητροπολίτης Πάφου (1959- 1973). Γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Λυθροδόντας και, νεαρός, προσελήφθη ως δόκιμος στο μοναστήρι του Μαχαιρά από το οποίο πήρε και το επώνυμο Μαχαιριώτης. Με έξοδα του μοναστηριού φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, από το οποίο απεφοίτησε το 1919, και στη συνέχεια σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών απ' όπου πήρε το πτυχίο του το 1923. Επιστρέφοντας στην Κύπρο τον ίδιο χρόνο, εργάστηκε ως καθηγητής των θρησκευτικών στο Παγκύπριο Γυμνάσιο μέχρι το 1927, και στο Γυμνάσιο Κερύνειας μέχρι το 1931. Το 1931 προσελήφθη από τον μητροπολίτη Λεόντιο για υπηρεσία στη μητρόπολη Πάφου, όπου υπηρέτησε μέχρι τον Ιούνιο του 1948. Τότε, ύστερα από πρόταση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Β', εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος. Στο αξίωμα αυτό, και ως βοηθός του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Β' και του διαδόχου του Μακαρίου Γ', υπηρέτησε μέχρι και τον Ιούλιο του 1959. Στις 31 Ιουλίου του 1959 εξελέγη ομόφωνα μητροπολίτης Πάφου ύστερα από υπόδειξή του ως υποψηφίου και υποστήριξή του από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ'.
Ως μητροπολίτης Πάφου, εκπροσώπησε την Κυπριακή Εκκλησία σε διάφορες εκκλησιαστικές διασκέψεις. Πιο πριν, κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1955-59, πρόσφερε υπηρεσίες, ιδιαίτερα μετά την εξορία και αναγκαστική απουσία τόσο του αρχιεπισκόπου Μακαρίου όσο και του μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανού. Ωστόσο μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ασχολήθηκε παρά μόνο με τα καθήκοντά του ως μητροπολίτη Πάφου, μέχρι το 1970. Τότε ο Γεννάδιος, μαζί με τους άλλους δυο Κυπρίους μητροπολίτες Κιτίου Ανθιμο και Κυρηνείας Κυπριανό, άρχισαν με υποδείξεις και καθοδήγηση της ελληνικής στρατιωτικής χούντας να αντιπολιτεύονται τον αρχιεπίσκοπο και πρόεδρο Μακάριο.
Στις 2 Μαρτίου 1972 ο Γεννάδιος και οι άλλοι δυο ιεράρχες ζήτησαν επίσημα από τον Μακάριο να παραιτηθεί από το αξίωμα του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, και η αξίωσή τους αυτή τους έφερε σε ανοικτή αντίθεση και ρήξη με το σύνολο σχεδόν του κυπριακού Ελληνισμού.
Η απαίτηση που διατύπωσαν τρεις μητροπολίτες το 1972 για παραίτηση του Μακαρίου από το Προεδρικό αξίωμα, οδήγησε στην εκθρόνιση του τότε μητροπολίτη Πάφου Γενναδίου, από ομάδες υποστηρικτών του Μακαρίου. Ωστόσο ο Γεννάδιος παρέμενε μητροπολίτης, έχοντας βρει καταφύγιο στη Λεμεσό. Στις 3 Απριλίου 1972, στέλνει επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο με την οποία του αναφέρει ότι δέχεται πιεστικές συστάσεις για άμεση επάνοδό του στη Μητρόπολη Πάφου «υπό την ευθύνην και την φρούρησιν άλλων, εξ ίσου ή και περισσότερον ισχυρών και αποφασισμένων απ’ ό,τι οι πολιτικοί οπαδοί της Υμετέρας Μακαριότητος. (…) Διερωτώμαι όμως μέχρι πότε θα δύναμαι να συγκρατώ την μήνιν εθνικών αγωνιστών, οι οποίοι είναι έτοιμοι και την Μητρόπολιν Πάφου ν’ απαλλάξουν από τους εισβολείς και την επαρχίαν ολόκληρον να θέσουν εν τάξει…».
Η καθαίρεση
Οι τρεις επέμεναν ωστόσο στην υποκινημένη αξίωσή τους κι αφού αντιμετώπισαν την κατηγορηματική άρνηση του Μακαρίου, που τους απάντησε επιγραμματικά ότι «τῶν λύκων ἐπερχομένων, ὁ ποιμήν οὐκ ἀφίησι τά πρόβατα καί φεύγει», συνέστησαν οι ίδιοι εκκλησιαστικό «δικαστήριο» για να τον «δικάσουν». Και πραγματικά αρνούμενοι να αποδεχθούν την απαίτηση της συντριπτικής πλειοψηφίας του κυπριακού Ελληνισμού που υποστήριζε παραμονή του Μακαρίου στο προεδρικό αξίωμα κι εκφράστηκε με επανειλημμένα μαζικά συλλαλητήρια υπέρ του, αλλά και με εκδίωξη, από την έδρα του, του μητροπολίτη Γενναδίου από τον λαό της Πάφου, οι τρεις μητροπολίτες προχώρησαν στην «καθαίρεση» του αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις 7 Μαρτίου 1973.
Η πράξη αυτή των τριών μητροπολιτών, που θεωρήθηκε άκυρη και καταδικάστηκε από αρκετές ορθόδοξες Εκκλησίες, πλην της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, συνιστούσε καθαρή πολιτική πράξη κατά του Μακαρίου, που συνδυάστηκε με παράλληλη αντιμακαριακή δράση του στρατηγού Γρίβα ο οποίος ίδρυσε προς τούτο την ΕΟΚΑ Β', καθώς και άλλη παράλληλη και ποικίλη αντιμακαριακή δραστηριότητα της ελληνικής χούντας. Ο μητροπολίτης Γεννάδιος διορίστηκε «τοποτηρητής» του αρχιεπισκοπικού θρόνου, αλλά «εφιλοξενείτο» από τον Κιτίου Άνθιμο στη μητρόπολη της Λεμεσού επειδή ο λαός της δικής του μητροπολιτικής περιφέρειας είχε ξεσηκωθεί εναντίον του, τον είχε εκδιώξει και του είχε απαγορεύσει την επάνοδο στην Πάφο. Μετά την εξέλιξη αυτή, ο Μακάριος κήρυξε κενό τον θρόνο της Πάφου και προκήρυξε εκλογές στις 2 Μαϊου 1973. Ταυτόχρονα, κάλεσε στη Λευκωσία «μείζονα και υπερτελή» σύνοδο με τη συμμετοχή 2 πατριαρχών και 14 άλλων ιεραρχών, από τις ορθόδοξες Εκκλησίες της Μέσης Ανατολής για εξέταση κατηγοριών που προσήψε εναντίον των τριών. Η σύνοδος, αφού προσπάθησε να επιτύχει συνδιαλλαγή, κι αφού αντιμετώπισε την αδιάλλακτη άρνηση των τριών, προχώρησε σε καθαίρεσή τους με απόφαση που εξεδόθη στις 14 Ιουλίου 1973. Διάδοχος του Γενναδίου στο θρόνο Πάφου εξελέγη το 1973 ο Χρυσόστομος, μέχρι τότε χωρεπίσκοπος Κωνσταντίας.
Κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου του 1974 και της αναγκαστικής φυγής του Μακαρίου από την Κύπρο, ο Γεννάδιος ήλθε στη Λευκωσία και, με την υποστήριξη των πραξικοπηματιών, ανέλαβε για μερικές μέρες το αξίωμα του «τοποτηρητή» του «χηρεύοντος» αρχιεπισκοπικού θρόνου. Προέστη της ορκωμοσίας του Νίκου Σαμψών και μετά από 8 μέρες της ορκωμοσίας του Γλαύκου Κληρίδη ο οποίος ανέλαβε θέση προεδρεύοντος της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι την επιστροφή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην Κύπρο. Λίγους μήνες ενωρίτερα τον Ιανουάριο του 1974 προέστη της κηδείας του στρατηγιού Γρίβα σε ανοικτό χώρο στο κρησφύγετο του στη Λεμεσό.
Παρά το ότι 8 χρόνια αργότερα ο Γεννάδιος μεταμελήθηκε και με απόφαση της Ιεράς Συνόδου συγχωρέθηκε, ωστόσο δεν του απεδόθη ο θρόνος τον οποίο ο ίδιος απώλεσε.
Ο μητροπολίτης Γεννάδιος πέθανε στις 26 Μαρτίου 1986 και ετάφη στο μοναστήρι της Παναγίας Τροοδίτισσας.