Αρχηγός σώματος γενιτσάρων του οθωμανικού στρατού. Η λέξη αγάς υποδήλωνε τον προϊστάμενο κάποιας υπηρεσίας ή τον αρχηγό κάποιου σώματος γιατί αποτελούσε αρχικά τίτλο που δινόταν σε πολιτικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους. Έτσι, η λέξη αγάς αποτελούσε συνήθως το δεύτερο συνθετικό πολλών αξιωμάτων, όπως: δερβέναγας (αρχηγός σώματος που φύλαγε δερβένια, δηλαδή διαβάσεις), χασεκήαγας (αρχιφύλακας), χαζνεντάραγας (θησαυροφύλακας) κλπ. Σταδιακά η λέξη αγάς μειώθηκε σαν τίτλος και δινόταν μόνο σε αμόρφωτους αξιωματούχους, ενώ οι μορφωμένοι αξιωματούχοι έπαιρναν τον τίτλο του εφέντη. Και οι δυο τίτλοι βρίσκονταν σε χρήση στην Κύπρο επί Τουρκοκρατίας. Σήμερα η λέξη αγάς σημαίνει απλώς κύριος, ενώ μεταφορικά χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει αυτούς που ζουν με οικονομικές ανέσεις.
Στην Κύπρο πιο γνωστός κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν ο τίτλος του γενιτσάραγα, αρχηγού σώματος γενιτσάρων που υπηρέτησαν στο νησί.