Ανδρέας Απόστολος, Καρπασία

Το Μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα

Image

΄Ενα από τα πιο γνωστά Μοναστήρια της Κύπρου, κτισμένο στην άκρη της χερσονήσου της Καρπασίας.  Για την ίδρυση του μοναστηριού αυτού, που είναι από τα πιο φημισμένα στην Κύπρο, ελάχιστα είναι γνωστά. Η παράδοση θέλει τον απόστολο Ανδρέα να έχει περάσει από το μέρος εκείνο, και να έχει κάνει ένα θαύμα, δημιουργώντας μια πηγή στον ξηρό βράχο. Η πηγή αυτή είναι το αγίασμα που υπάρχει μέχρι σήμερα. Η παράδοση θέλει επίσης το κτίσιμο του πρώτου εκεί μικρού ναού από ένα καπετάνιο καραβιού, του οποίου το μικρό παιδί ο απόστολος είχε θεραπεύσει από τύφλωση. Μπορούμε να δεχθούμε, αν και καμιά γραπτή πηγή δεν υπάρχει, ότι σε παλαιά χρόνια, πιθανό να υπήρχε στο ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα ένας μικρός ναός αφιερωμένος στον απόστολο, ο οποίος ήταν ψαράς και ως εκ τούτου συνδέεται με τα θαλασσινά επαγγέλματα.

 

Γοτθικός Ναός 

Στον χώρο του μοναστηριού υπάρχει παλαιός ναός, γοτθικού ρυθμού, που χρονολογείται στον 15ο αιώνα, δηλαδή κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Ο ναός αυτός βρίσκεται περί τα 3 1/2 μέτρα χαμηλότερα από το ιερό του καινούργιου ναού και οι είσοδοί του είναι δυο πετρόκτιστες σκάλες στη δυτική και στη νότια πλευρά, που καταλήγουν σε είδος εσωτερικής αυλής. Η πύλη του ναού βρίσκεται στον νότιο τοίχο και είναι πετρόκτιστη αψιδόσχημη. Ο ναός είναι τετράγωνος, διαστάσεων 6,42X6,42 μέτρων, και ύψους 3,97 μέτρων. Το πάχος των τοίχων είναι 0,97 μέτρα. Στεγάζεται με 4 σταυροθόλια που δημιουργούν 24 ζώνες. Οι 12 απ' αυτές στηρίζουν τα άκρα τους στη μέση των τοίχων, οι άλλες 4 στις ισάριθμες γωνίες, και οι υπόλοιπες 8 συνενώνονται στο κέντρο του ναού, όπου σχηματίζουν πεσσό περιφέρειας προς τα κάτω 1,52 μέτρων. Στη βορειοανατολική πλευρά υπάρχει άνοιγμα με προέκταση καμαρόσχημη που καταλήγει σε κόχη σχηματίζοντας το ιερό του ναού, διαστάσεων 3,40 Χ 3,07 μέτρων. Ο παλαιός αυτός ναός ανακαινίσθηκε σε διάφορες εποχές. Μια επιγραφή σε πλάκα, που σώζεται, πληροφορεί ότι το δάπεδό του εμαρμαροστρώθη με δαπάνη κάποιου Στροβολιώτη, στα 194...

 Στα νότια του παλαιού ναού διατηρούνται δυο συνεχόμενες αψίδες από πελεκητή πέτρα, ύψους 3,25 και πλάτους 3,70 μέτρων η κάθε μια.

 

Ψηλός παλαιός τοίχος περικλείει τον χώρο του παλαιού ναού στα ανατολικά, προς τη θάλασσα. Μια θύρα, διαστάσεων 2,00 Χ 0,92 μέτρων, επιτρέπει την κάθοδο στον χώρο του αγιάσματος, 2 1/2 περίπου μέτρα χαμηλότερα, κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας. Η κρήνη του αγιάσματος είναι κατά πολύ νεότερη, τσιμεντόκτιστη, διαστάσεων 2,18 Χ 2,50 μέτρων, με τρεις βρύσες. Ο χώρος αυτός σχηματίζει μικρό φυσικό λιμανάκι, όπου υπάρχουν λίγες ψαρόβαρκες.

 

Υπάρχει η θεωρία ότι ο παλαιός γοτθικός ναός του Αποστόλου Ανδρέα είχε κτιστεί από κάποιο Φράγκο φεουδάρχη - ιδιοκτήτη της περιοχής κατά τον 15ο αιώνα, για τις θρησκευτικές ανάγκες των Ορθοδόξων δουλοπάροικών του, όμως δύσκολα μπορεί να γίνει πιστευτή, δεδομένου ότι κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας οι Φράγκοι κυρίαρχοι δεν είχαν ιδιαίτερα ανθρωπιστική συμπεριφορά απέναντι στους δούλους τους, ενώ, επιπρόσθετα, η Ορθοδοξία βρισκόταν υπό διωγμό.

 

Νέος Ναός

Ο καινούργιος ναός του μοναστηριού, που δεσπόζει της περιοχής κι αντικρίζει το πέλαγος, είναι μονόκλιτος, διαστάσεων 25,40 Χ 7,92 μέτρων και ύψους 8,40 μέτρων. Το πάχος των τοίχων είναι 1,13 μέτρα και των εξωτερικών υποστηρίξεων 0,47 μέτρα. Η οροφή είναι καμαρόσχημη, ενισχυμένη με 6 κτιστές ζώνες. Η μεγάλη θύρα του ναού βρίσκεται στον νότιο τοίχο. Ο κυρίως ναός έχει 5 παράθυρα και το ιερό δυο, ένα μεγάλο κι ένα μικρό κυκλικό. Στον βόρειο τοίχο του ναού υπάρχει δεύτερη θύρα, με επιγραφή πάνω από αυτήν που μαρτυρεί ότι ο καινούργιος ναός κτίστηκε λίγο πριν από το 1867 και εγκαινιάστηκε στις 15 Αυγούστου του 1867, επί αρχιεπισκόπου Σωφρονίου.

 Το εικονοστάσιο, που καλύπτει ολόκληρο το πλάτος και ύψος του ναού είναι ξυλόγλυπτο κι επίχρυσο, όμως άγνωστης χρονολογίας κατασκευής και άγνωστου τεχνίτη. Ξυλόγλυπτοι είναι επίσης ο άμβωνας, ο θρόνος, καθώς και το κεντρικό προσκυνητάρι. Στα δεξιά του τέμπλου υπάρχει επίσης ξυλόγλυπτο, επίχρυσο και καταστόλιστο προσκυνητάρι, άγνωστου τεχνίτη και άγνωστης χρονολογίας κατασκευής, στο οποίο βρίσκεται η προσκυνηματική εικόνα του αποστόλου Ανδρέα. Το προσκυνητάρι αυτό έχει ύψος 3,40 και πλάτος 1,05 μέτρα. Η προσκυνηματική εικόνα του αποστόλου είναι διαστάσεων 1,10 Χ 0,73 μέτρων. Είναι παλαιά, αχρονολόγητη, καλυμμένη με επίχρυσο έκτυπο κάλυμμα, εκτός από το κεφάλι του αποστόλου.

 Στο μοναστήρι φυλάγονται, μεταξύ άλλων, μερικές σχετικά παλαιές εικόνες του 19ου αιώνα, καθώς και μερικά κειμήλια της ίδιας εποχής.

 

Ίδρυση  

Άγνωστη παραμένει η ιστορία ίδρυσης του μοναστηριού. Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (1788), δεν το αναφέρει. Ωστόσο το ακρωτήρι Δεινάρετον αναφέρεται σε παλαιούς χάρτες της Κύπρου, ήδη από το 1465, ως ακρωτήρι του Αγίου Ανδρέα (Capo de Sando Andrea). Επίσης, σε παλαιούς χάρτες σημειώνεται η ύπαρξη εκκλησίας στη θέση του σημερινού μοναστηριού, με την ονομασία Άγιος Ανδρέας (Sando Andrea). Σε χάρτες του 1478 και αργότερα, που φυλάσσονται στο Εθνικό Ναυτικό Μουσείο του Γκρήνουϊτς, το ακρωτήρι αναγράφεται ως το του Καλού Ανδρέα (Capo Bonandrea). Στον Κτηματικό Κώδικα της αρχιεπισκοπής, κατά το 1760 αναφέρονται ανοικοδομήσεις και καταγραφές των εκκλησιών Γιαλούσας, Κανακαριάς, Ριζοκαρπάσου κλπ., όμως δεν υπάρχει καμιά αναφορά σε μοναστήρι Αποστόλου Ανδρέα. Ωστόσο ο Pococke, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1738 γράφει ότι «φθάσαμε στο ανατολικότερο σημείο του νησιού, που ονομαζόταν από τους παλαιούς Βοός Ουρά. Σήμερα ονομάζεται ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα εξαιτίας μοναστηριού σε βράχο στο όνομα του αποστόλου Ανδρέα.» Ο Richard Pococke αναφέρει πως τότε ήταν ακατοίκητο, αλλά παλαιότερα σε αυτό ζούσαν δύο ή τρεις μοναχοί. Πιθανότατα το μοναστήρι να είχε εγκαταλειφθεί στις αρχές του 18ου αιώνα. 

Ουσιαστικά η ιστορία του μοναστηριού είναι σε μας γνωστή περίπου από το 1866 κ.ε. όταν ο παπά Ιωάννης Νικόλα Διάκου από το Ριζοκάρπασο άρχισε την οικοδόμηση του καινούργιου ναού, που εγκαινιάστηκε τον επόμενο χρόνο. Ο παπά Ιωάννης, που θεωρείται ο κτήτορας του καινούργιου ναού, πέθανε στις 4 Ιουλίου 1909 σε ηλικία 82 χρόνων (γενν. στις 10 Σεπτεμβρίου 1827), και τάφηκε στο χώρο του μοναστηριού, όπου στήθηκε αργότερα και η μαρμάρινη προτομή του.

Ο παπά Ιωάννης εργάσθηκε σκληρά για  την ανέγερση του νέου ναού από το 1855 και κατόρθωσε με εράνους να συγκεντρώσει οικονομική βοήθεια από τους πιστούς στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Α’ (1854-1865)  έθεσε το όλο έργο της ανέγερσης του ναού υπό από την πνευματική του εποπτεία.

 

Για το  παπά Ιωάννη γράφει ο ιστορικός Φραγκούδης : «Ο την Μονήν διευθύνων Οικονόμος είναι σπάνιος τύπος ιερέως. Μόνος επιστατεί εις την καλλιέργειαν των κτημάτων, εις την είσπραξιν των εισοδημάτων, αυτός ενήργησε συνδρομάς διά την ανέγερσιν της Μονής, τα εισοδήματα της οποίας χρησιμοποιεί εις διατήρησιν Σχολείου αρρένων και θηλέων εν Ριζοκαρπάσω, εις φιλοξενίαν και εις διάφορα άλλα καλά διά την επαρχίαν, ής είναι ο δικαστής, ο αγαθός άγγελος. Τοιούτων ιερέων χρήζουσιν αληθώς όλα τα χωριά». (Τσικνοπούλλου, σ. 26)

 

Πριν από τον παπά Ιωάννη, υπηρέτησε στο μοναστήρι ο παπά Ζαχαρίας από το Ριζοκάρπασο, που πέθανε στις 7 Δεκεμβρίου 1871 σε ηλικία 90 χρόνων. Άλλοι γνωστοί μοναχοί ήσαν ο οικονόμος Χριστόφορος Κυκκώτης που υπηρέτησε μεταξύ 1910 και 1915, επί ημερών του οποίου κτίστηκαν από πελεκητή πέτρα δυο σειρές δωματίων του συνοδικού και του οικονομείου, ο οικονόμος Ιωσήφ (1916-1926), ο οικονόμος Παγκράτιος (1926-1927), ο οικονόμος Κλεόπας, από την Μόρφου (περί το 1931), ο οικονόμος Φώτιος Μαχαιριώτης από το Φλαμούδι (1931-1934), ο ιερομόναχος Χρύσανθος Μακρυγιάννης (1935-1937), ο ιερομόναχος Νικόλαος Σανταμάς (1942-1947), ο οικονόμος Λεόντιος Ιακωβίδης (1948-1962) και ο οικονόμος Κλεόπας Κουρουζίδης (1962 κ.ε.).

 

Την διαχείριση του μοναστηριού του Αποστόλου Ανδρέα έχει 6μελής επιτροπή που εκλέγεται κάθε 3 χρόνια από τους κατοίκους του Ριζοκαρπάσου και υπόκειται στην έγκριση του αρχιεπισκόπου Κύπρου, στη δικαιοδοσία του οποίου βρίσκεται το μοναστήρι.

 

Γιορτή

Μπροστά από τον ναό του μοναστηριού υπάρχει μεγάλη πλατεία με πολύπλευρη κρήνη στο μέσον και σ' αυτήν λειτουργεί εστιατόριο. Τριγύρω έχουν ανεγερθεί πτέρυγες με ξενώνες, με τραπεζαρίες, μαγειρείο, αρτοποιείο, και λίγο μακρύτερα το διώροφο αρχιεπισκοπικό κατάλυμα. Προς την πλευρά της θάλασσας, σε δυο πτέρυγες, βρίσκονται το Συνοδικό και το Οικονομείον του μοναστηριού, καθώς και άλλα βοηθητικά δωμάτια. Όλα αυτά τα κτίσματα είναι των αρχών του 20ου αιώνα και νεότερα.

Το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα γιορτάζει στις 30 Νοεμβρίου, όμως επειδή κατά την ημερομηνία αυτή ο καιρός είναι ήδη χειμωνιάτικος, κι επειδή κατά τα παλαιότερα χρόνια οι προσκυνητές ταξίδευαν με ζώα για πολλές μέρες προκειμένου να επισκεφθούν το μοναστήρι, τούτο γιόρταζε και στις 15 Αυγούστου, οπότε γινόταν ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια της Κύπρου. Οι πιστοί ακόμη και από τα πιο μακρινά μέρη της Κύπρου ξεκινούσαν για ένα μεγάλο ταξίδι που διαρκούσε αρκετές μέρες, σε καραβάνια με ζώα ή και αμάξια, για το προσκύνημά τους στον Απόστολο Ανδρέα στον οποίο έπαιρναν και τα ποικίλα αφιερώματά τους, από τεράστιες λαμπάδες μέχρι και ζωντανά, αρνιά, μοσχαράκια κλπ. Άλλος τρόπος μετάβασης των προσκυνητών στο μοναστήρι στα παλαιότερα χρόνια, ήταν δια θαλάσσης, με καράβια. Όταν το αυτοκίνητο άρχισε να χρησιμοποιείται εκτεταμένα στην Κύπρο, οι προσκυνητές έφταναν στο μοναστήρι με λεωφορεία. Μα και πάλι το ταξίδι ήταν μεγάλο και διαρκούσε 2-3 μέρες. Στο μοναστήρι μετέβαιναν πολύ τακτικά, μέχρι και το 1974, και μεγάλες ομάδες πιστών για βαπτίσεις παιδιών.

 

Μεταξύ των χιλιάδων επισκεπτών του μοναστηριού συγκαταλέγονταν και πολλοί Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι έφταναν εκεί από πολλά μέρη της Κύπρου παίρνοντας μαζί τους και τα τάματά τους στον απόστολο, τον οποίο σέβονταν. Το γεγονός αυτό παραδέχονται ακόμη και σήμερα οι Τουρκοκύπριοι. Χαρακτηριστικό είναι το ότι σε προπαγανδιστικού περιεχομένου πληροφοριακά έντυπα που εκδίδουν οι τουρκοκυπριακές υπηρεσίες μετά την εισβολή του 1974, για το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα παραδέχονται ότι τούτο «είναι ιερός χώρος και για τους Τούρκους και για τους Έλληνες» (λ.χ. βλέπε Historical and Archaeological Places of Famagusta Area, Publ. by the 'Turkish Federated State of Kibris', Department of Antiquities and Museums, Kibris, 1982, σ. 22. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο βιβλιαράκι αυτό μόνο για το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα γίνεται αναφορά σαν μέρος που είναι ιερό και για Έλληνες, πράγμα που δεν γίνεται ούτε για το μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα, ούτε για οποιοδήποτε άλλο μέρος στο κατεχόμενο τμήμα της επαρχίας Αμμοχώστου).

 

Το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που διαθέτει και μεγάλη κτηματική περιουσία, υπήρξε από το καλοκαίρι του 1974 και για 30 τόσα χρόνια απρόσιτο στους Έλληνες πιστούς εξαιτίας της τουρκικής εισβολής και κατοχής. Ωστόσο, μετά τη διάνοιξη διόδων επικοινωνίας επί της «πράσινης γραμμής», άρχισαν και συνεχίζονται τακτικές και συνεχείς επισκέψεις πιστών στο μοναστήρι, ενώ περιστασιακά τελούνται σ’ αυτό και λειτουργίες. Το μοναστήρι εξακολουθεί να δέχεται τακτικά πολλούς προσκυνητές. Μπροστά από το ναό πάντως, αρκετοί Τουρκοκύπριοι έχουν μόνιμα πάγκους με διάφορα είδη προς πώληση. Στον μικρό κόλπο βόρεια του μοναστηριού έχουν κτιστεί εστιατόρια και άλλα καταλύμματα.

 

 

Αποκατάσταση 

Τα μοναστηριακά οικοδομήματα, περιλαμβανομένου και του ναού, υπέστησαν σοβαρές φθορές λόγω της μακράς εγκατάλειψης. Έγιναν διάφορες μελέτες συντήρησης και αποκατάστασης (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ).

 

Πρώτη φάση αναστήλωσης:  Η πρώτη φάση αναστήλωσης της μονής ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 2016 και επίσημα παραδόθηκε στην  Δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή για την Πολιτιστική Κληρονομιά στις 7 Νοεμβρίου. (Βλέπε Βιντεο).

 

 

Η  δεύτερη και τρίτη φάση περιλαμβάνουν το μεσαιωνικό εκκλησάκι στο οποίο έχει αποκαλυφθεί με ανασκαφές το αρχικό του πάτωμα και στη συνέχεια η τέταρτη φάση που αφορά τον περιβάλλοντα χώρο.

 

Η πρώτη φάση της αναστήλωσης άρχισε το φθινόπωρο του 2014 και στοίχισε περίπου δύο εκατομμύρια ευρώ ενώ το συνολικό κόστος θα ανέλθει στα έξι εκατομμύρια ευρώ. Η αναστήλωση της Μονής πραγματοποιείται σε συνεργασία με το UNDP-PFF (Participation for Future) και με χρηματοδότηση της Εκκλησίας της Κύπρου και του ΕΒΚΑΦ. Οι εργασίες κατακυρώθηκαν από τα Ηνωμένα Έθνη σε κοινοπραξία, η οποία αποτελείται από την ελληνοκυπριακή εταιρεία «FIXICO CONSTRUCTIONS» και την τουρκοκυπριακή “YAKUP’S COMPANY, TEL-ZA CONSTRUCTION LTD». Η αποκατάσταση του Μοναστηριού έγινε σύμφωνα με τα σχέδια που ετοίμασε το Πανεπιστήμιο Πατρών. Ο αρχιτέκτονας και αναστηλωτής  Διομήδης Μυριανθέας, ως σύμβουλος της ομάδας του Πανεπιστημίου Πατρών, επιβλέπει την υλοποίηση της μελέτης.

 

Η πρώτη φάση των εργασιών περιέλαβε:

  • Συντήρηση του ναού του 1867 (ανακατασκευή επιχρισμάτων, συντήρηση θυρών, και εξοπλισμού, νέες ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις, επισκευή και ενίσχυση τοίχων κ.α.). Διαμόρφωση βαπτιστηρίου στο δυτικό μέρος.
  • Κωδωνοστάσιο (στατική ενίσχυση, αντικατάσταση φθαρμένων λιθοσωμάτων κ.ά.)
  • Καθαίρεση πλακών από οπλισμένο σκυρόδεμα στην ανατολική πλευρά και νέα κατασκευή με δοκούς από ανοξείδωτο σίδερο και ξύλινο πάτωμα.
  • Συντήρηση νότιας τοξοστοιχίας (ενίσχυση και αντικατάσταση φθαρμένων λίθων), αντικατάσταση μεταλλικών δοκών με νέες από ανοξείδωτο σίδερο. Κατασκευή δωματίου – προσκυνηταρίου (για κεριά κ.λπ.) σε νοτιοδυτικό μέρος.
  • Κελιά ορόφου νότιας πτέρυγας. Επισκευή (αντικατάσταση θυρών παραθύρων στέγης, κιγκλιδώματα, μπαλκόνι κ.λπ.). Διαμόρφωση τμήματος σε παρεκκλήσιο, διαμόρφωση τμήματος σε μουσείο κ.λπ.
  • Δυτικό τμήμα – Οικονομείο, Συντήρηση – ενισχύσεις, καθαίρεση ορισμένων νεώτερων προσθηκών και διαμόρφωση σε συνοδικό και χώρο υποδοχής.

Πηγή: 

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image