Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αντρατζ̌ιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ανταρτζ̌ιά (η ραγδαία και συνεχής βροχή, το ανεμοβρόχι).