Κατά τη σύγχρονη εποχή, βασικά από το 1960 (σύσταση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας) και εξής, οι σχέσεις Γαλλίας και Κύπρου ετέθησαν πάνω στη βάση των δύο ισοτίμων κρατών, μελών του ΟΗΕ. Οι σχέσεις αυτές έγιναν ακόμη στενότερες, σχέσεις συνεργασίας, με την ένταξη της Κύπρου το 2004 στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου η Γαλλία έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι εμπορικές σχέσεις Γαλλίας και Κύπρου σημείωσαν σημαντική αύξηση κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ τον Φεβρουάριο του 2007 υπεγράφη μεταξύ των δύο χωρών σημαντική αμυντική συμφωνία, εξέλιξη η οποία δυσαρέστησε την Τουρκία.
Η στενότερη περίοδος των σχέσεων της Γαλλίας προς την Κύπρο ήταν η περίοδος κατά την οποία το νησί κατεχόταν από τους Φράγκους. Κατά την περίοδο εκείνη, που ακολούθησε την κατάκτηση του νησιού από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο (1191) και διάρκεσε μέχρι την κατάληψη του νησιού από τους Βενετούς (1489), η Κύπρος είχε οργανωθεί σε φεουδαρχικό βασίλειο, κατά τα δυτικά πρότυπα, βασίλευσε δε σ' αυτό η δυναστεία των Φράγκων (Γάλλων) Λουζινιανών βασιλιάδων. Κατά τους τρεις αυτούς αιώνες της Φραγκοκρατίας οι σχέσεις Γαλλίας και Κύπρου (πολιτικές, πολιτιστικές, θρησκευτικές, εμπορικές, στρατιωτικές) ήταν ιδιαίτερα στενές εξαιτίας της γαλλικής καταγωγής των Λουζινιανών βασιλιάδων και των περισσοτέρων αξιωματούχων και ευγενών που τους περιστοίχιζαν. Η περίοδος αυτή, κατά την οποία η Κύπρος διατηρούσε στενές πολιτικές και εμπορικές κυρίως σχέσεις και με άλλες δυτικές δυνάμεις (Ισπανία, Βενετία, Γένουα κλπ.), μπορεί να χαρακτηριστεί ότι αντιστοιχούσε σχεδόν προς γαλλική κατάκτηση του νησιού. Τούτο, εξάλλου, θυμήθηκε και η ίδια η Γαλλία κατά τη διάρκεια της δεύτερης Γαλλικής αυτοκρατορίας, όταν πια η Κύπρος αποτελούσε από πολλού ήδη χρόνου κατακτημένο τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ιδίως από τις αρχές ως τα μέσα του 18ου αιώνα, το γαλλικό ενδιαφέρον για την Κύπρο αναζωπυρώθηκε, παράλληλα προς την αναβίωση του ζωηρού ενδιαφέροντος και άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων για το νησί (όπως η Αγγλία και η Γερμανία), σε σχέση και με τις διαμάχες του λεγόμενου ανατολικού ζητήματος κατά τις οποίες είχε επισημανθεί και πάλι η στρατηγική θέση της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο. Κατά την περίοδο αυτή υπήρξαν επανειλημμένα σχέδια και σχετικές εισηγήσεις Γάλλων διπλωματών για αύξηση της επιρροής της Γαλλίας στην Κύπρο, ακόμη και για κατάκτηση του νησιού. Μερικά από τα σχέδια αυτά βρήκαν κάποια απήχηση, ιδίως επί Ναπολέοντος Γ’, του οποίου οι φιλοδοξίες τον οδήγησαν σε περιπέτειες στη Μέση Ανατολή. Έτσι, κατά την περίοδο αυτή, έχουμε ενεργό παρασκηνιακή ανάμειξη Γάλλων σε επαναστατικά κινήματα στην Κύπρο (όπως στις εξεγέρσεις του 1833 με κύριο ηγετικό πρόσωπο τον Κύπριο διανοούμενο του Διαφωτισμού Νικόλαο Θησέα ο οποίος είχε ζήσει και στη Γαλλία κι ήταν φίλος του Λαμαρτίνου). Δεν ήταν μάλιστα τυχαία η μνημειώδης έκδοση, αυτή την περίοδο, των εργασιών του ντε Μας Λατρί στη Γαλλία, εργασιών που αφορούσαν το φραγκικό παρελθόν της Κύπρου που τώρα προβαλλόταν έντονα.
Η αγγλική διπλωματία υπερίσχυσε τελικά στη διαμάχη των Ευρωπαίων περί την Κύπρο, και η Αγγλία κατέλαβε το νησί το 1878. Έκτοτε, και με βάση σαφή άρθρα συνθηκών, η Αγγλία όφειλε να έχει και την γαλλική συγκατάθεση για οποιαδήποτε μεταβολή των πραγμάτων περί την Κύπρο, και τούτο απετέλεσε μεταξύ άλλων και τροχοπέδη στις προσπάθειες του Ελευθερίου Βενιζέλου να διεκδικήσει και την Κύπρο, κατά και μετά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο.
Για τις σχέσεις Γαλλίας και Κύπρου κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, βλέπε τα ανάλογα λήμματα.