Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ανάσ̌σ̌ελα »

Επίρρημα

Σημασία:

με τα σκέλια πάνω, ανάσκελα.

Ετυμολογία:

ανά= άνω+ασ̌σ̌έλια= σκέλια

Συνώνυμα:

Ανάταυρα