Τύπος μεσαιωνικού τριίστιου πολεμικού κυρίως πλοίου, που συνδέεται άμεσα με την ιστορία της Κύπρου, ιδιαίτερα κατά το Μεσαίωνα και τη Βενετοκρατία. Η κίνησή της γινόταν με κουπιά. Η γαλέρα είχε και πανιά, αλλά η επίδρασή τους στην κίνηση ήταν ελάχιστη, μάλιστα σε περίπτωση ναυμαχίας τα πανιά δεν διευκόλυναν καθόλου τους χειρισμούς. Η ονομασία της γαλέρας προέρχεται από την ιταλ. λ. galera, λατιν. galea και ελλην. γαύλος ή, κατά τον Κοραή, από τη λ. γαλέα, είδος ψαριού «ἐπισήμου διά τό μάκρος του καί γαλεός ἀποκαλουμένου». Η γαλέρα προήλθε από την εξέλιξη της λιβυρνίδας, που ήταν σκάφος των δαλματικών ακτών κινούμενο με κουπιά, και της γαλέας των Βυζαντινών, με μερικές τροποποιήσεις ιδίως μετά την ανακάλυψη της πυρίτιδας. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά το Μεσαίωνα, έφθασε στο μεσουράνημα στις αρχές του 17ου αιώνα και εξαφανίστηκε οριστικά στα μέσα του 18ου αιώνα. Ήταν συνήθως οπλισμένη με 5 πυροβόλα από 4-37 λίτρες και 12 λιθοβόλα. Έτρεχε με ταχύτητα 2 μιλίων την ώρα και όταν υπήρχε ανάγκη έφθανε τα 7. Οι μεγάλες γαλέρες ονομάζονταν μοιραρχίδες (capitanes) και ναυαρχίδες (reales). Η κινητήρια δύναμη της γαλέρας ήταν συνήθως 25 μέχρι 31 κουπιά σε κάθε της πλευρά ˙ όμως, ανάλογα με το μέγεθός της, μπορούσε να έχει περισσότερα ή λιγότερα. Το κάθε κουπί κινούσαν 4-5 κωπηλάτες για τις κοινές γαλέρες, που ονομάζονταν senzilles, και 6-7 κωπηλάτες για τις μοιραρχίδες.
Το 16ο και 17ο αιώνα η γαλέρα είχε μήκος 46-55 μ., πλάτος 5-6 μ., κοίλον 2-2,5 μ. και βύθισμα 1 - 1,5 μ. Είχε επίσης δυο μεγάλα τριγωνικά πανιά που στηρίζονταν πάνω σε ιστούς, από τους οποίους ο μεγαλύτερος βρισκόταν στο μέσο του μήκους της.
Το πλήρωμα της κοινής γαλέρας κατά τους 16ο-17ο αιώνα απετελείτο συνολικά από 400 περίπου άτομα που κατανέμονταν ως εξής: 1 πλοίαρχος, 1 υποπλοίαρχος, 1 κομήτης -real, 1 γραμματέας, 1 ιερέας, 1 χειρούργος, 22 ευγενείς ακόλουθοι, 8 δόκιμοι, 4 πηδαλιούχοι και 4 βοηθοί τους, 4 σύμβουλοι για τις θύελλες και τις καταιγίδες, 20 ναύτες, 1 επισκευαστής των κουπιών, 1 καδοποιός, 2 κουρείς, 50 οπλίτες που αρχικά ήταν οπλισμένοι με τόξα κι αργότερα με αρκεβούζια, 4 δεκανείς, 4 πυροβολητές, 250-280 κωπηλάτες, 10 δεσμώτες για υπηρεσία των αξιωματικών και 2 δεσμοφύλακες αργκουζίνοι (argousins) που κτυπούσαν αλύπητα με βούρδουλα τους «οκνηρούς» κωπηλάτες.
Η γαλέρα αναφέρεται συχνά στα κείμενα των χρονογράφων της μεσαιωνικής ιστορίας της Κύπρου. Ο Μαχαιράς στο Χρονικόν του αναφέρει ότι το 1425 ο βασιλιάς Ιανός έστειλε και εξόπλισε δυο κάτεργα [γαλέρες] και δυο γαλιάτζες [μεγάλες γαλέρες] που φύγανε με το Θωμά Προβόστο για να λεηλατήσουν στη Συρία. Και συνάντησαν ένα κάτεργο [μια γαλέρα] που ερχόταν από το Αγιάσι και το συνέλαβαν και βρισκόταν σ' αυτό ένας σημαντικός Μαμελούκος που τον έφεραν στη Λευκωσία και τον φυλάκισαν όπως φυλάκισαν κι όλους όσους δεν σκοτώθηκαν. Και την Παρασκευή, 3 Αυγούστου του 1425, φέρανε γράμματα στο βασιλιά που έλεγαν ότι στη Συρία ετοίμασαν 50 γαλέρες και ήλθανε στις Χελώνες [παραλιακή τοποθεσία κοντά στο Ριζοκάρπασο], στην Ακροτίκη και το Σάββατο ήλθανε στην Αμμόχωστο.
Σχετικά με τις επιθέσεις που έκαναν εναντίον της Κύπρου οι Μαμελούκοι το 1426, ο Μαχαιράς αναφέρει... «Κατά τον Ιούνιο του 1426 έστειλε ο Σουλτάνος τον Τανγκριβέρ Μωχαμέντ με 150 καράβια και γαλέρες και εμπορικά, με 500 Μαμελούκους και 2.000 Τούρκους και 600 Άραβες. Κι έφτασαν στην Κύπρο την 1η Ιουλίου κι αποβιβάστηκαν στην περιοχή της Αυδήμου.»
Αξιόλογες είναι και οι πληροφορίες που μας δίνει ο Μαχαιράς για τη δύναμη που διέθετε ο Ιανός στη θάλασσα το 1426: «...Ακόμη θα σας αποκαλύψω τη δύναμη που είχε ο βασιλιάς στη θάλασσα [την οποία περίμενε, αλλά άργησε] και δεν έφθασε έγκαιρα στη Λεμεσό. Διέθετε 7 γαλέρες: 2 δικές του, 2 της Ρόδου, 2 από την Καταλονία και μια ακόμη γαλέρα του αδελφού Κάντο. Διέθετε και μια μεγάλη γαλέρα [γαλιάτζα] υπό τον Ματθαίο Κόνστα τον κουτσομύτη, και 7 καράβια εμπορικά.»
Η γαλέρα συνδέεται και με την άφιξη της Αικατερίνης Κορνάρο στην Κύπρο. Αυτή, αφού ήταν ήδη αρραβωνιασμένη με το βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβο Β', στις 10 Νοεμβρίου του 1472 με συνοδεία τεσσάρων γαλέρων αναχώρησε από τη Βενετία με προορισμό την Κύπρο, όπου τέλεσε τους γάμους της με κάθε μεγαλοπρέπεια. Μάλιστα, η σκηνή της αναχώρησής της αποτέλεσε την έμπνευση του εκλεκτού πίνακα του μεγάλου ζωγράφου V. Carpaccio, της σειράς St. Ursula.
Η Βενετία το 16ο αιώνα είχε ιδρύσει μια κεντρική ναυτική δύναμη στην Κέρκυρα, που κάλυπτε όλες τις κτήσεις του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους, την αρχηγία της οποίας είχε ο γενικός διοικητής της θάλασσας (capitan general da mar). Ένα σημαντικό μέρος του στόλου αυτού απετελείτο από γαλέρες.
Τυπικά όλες οι βενετικές αποικίες είχαν την υποχρέωση να διατηρούν μια ή περισσότερες γαλέρες. Επειδή όμως τα έξοδα που απαιτούσαν ο εξοπλισμός και η συντήρηση μιας γαλέρας, (περίπου 450-600 δουκάτα), ήταν δυσβάστακτα για τον προϋπολογισμό των μικρών τοπικών ταμείων, τελικά μόνο η Κρήτη, τα νησιά του Ιονίου και η Κύπρος είχαν τη δυνατότητα να εκπληρώνουν αυτή την υποχρέωση. Μάλιστα, σε καιρούς που ήσαν κρίσιμοι ένεκα τουρκικών πειρατικών επιδρομών οι εκάστοτε καπετάνιοι της Αμμοχώστου κι ολόκληρου του νησιού ζητούσαν από τη Βενετία να στείλει επειγόντως τις δυο γαλέρες τις οποίες αναλάμβαναν να εξοπλίσουν οι ίδιοι. Για το σκοπό αυτό η Κύπρος διέθετε ένα μέρος του ενοικίου που εισέπραττε από τα δημόσια κτήματα.
Στην έκθεση του γενικού προβλεπτή Βερνάρδου Σαγρέδου, που χρονολογείται στα 1562, αναφέρεται ότι τα αγροκτήματα της Κύπρου που ανήκαν στη Δημοκρατία της Βενετίας παρήγαν 134.624 μόδια ή 28.854 στάρα σιτάρι. Απ' αυτή την παραγωγή δίδονταν 5.000 στάρα στις γαλέρες που φρουρούσαν την Κρήτη, 5.816 στάρα στις γαλέρες που φρουρούσαν την Κύπρο και 13.547 στάρα για τη διατροφή του πληθυσμού και του στρατού της Αμμοχώστου. Από τα στοιχεία αυτά συνάγεται ότι το 85% περίπου της πιο πάνω παραγωγής σιταριού προοριζόταν για την κάλυψη στρατιωτικών αναγκών και περισσότερο από το 1/3 (σχεδόν 37,5%) για τις ανάγκες των πληρωμάτων των γαλέρων.
Όλα τα λιμάνια της Κύπρου ήταν σε θέση να δεχθούν βενετικές γαλέρες. Όμως, τις περισσότερες απ' αυτές, μέχρι δέκα, μπορούσε να δεχθεί η Αμμόχωστος. Οι δυνατότητες των λιμανιών των άλλων πόλεων ήταν μικρότερες— της Κερύνειας ήταν μόνο για δυο γαλέρες. Η παρουσία των γαλέρων στα λιμάνια της Ανατολής και κυρίως της Συρίας ενέπνεε αίσθημα ασφάλειας στους Βενετούς και άλλους ξένους εμπόρους. Η γαλέρα εχρησιμοποιείτο ακόμη και για την ασφαλή αποστολή του φόρου υποτελείας που η Κύπρος κατέβαλλε κάθε χρόνο στον Μαμελούκο σουλτάνο. Εκτός των πολεμικών υπήρχαν και οι εμπορικές γαλέρες που λόγω του όγκου και του πολυπληθούς πληρώματός τους δεν προσβάλλονταν εύκολα από πειρατές. Για περισσότερη ασφάλεια συνήθως τα τακτικά δρομολόγια εκτελούνταν από γαλέρες και άλλα πλοία διαφόρων εθνικοτήτων που ταξίδευαν μαζί παραταγμένα σε φάλαγγα σχηματίζοντας τη γνωστή νηοπομπή ή καραβάνι πλοίων. Τέτοια νηοπομπή αποτελούμενη από 8 -13 γαλέρες, φορτωμένες με διάφορα εμπορεύματα της Δύσης, ξεκινούσε πολλές φορές το χρόνο από τη Βενετία με προορισμό τα λιμάνια της Ανατολής.