Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αδκιακόπετρα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. ο πυριτόλιθος 2. μτφ. αιχμηρό αντικείμενο ή συμπεριφορά.

Συνώνυμα:

Αδκιατζ̌ιά (η), Αδκιάτζ̌ιν (το), Αθκιακόπετρα (η), Αθκιάτζ̌ιν (το)