Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αζουλόκαττος (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

1. ζηλιάρης σαν γάτος. 2. βλ. και αζούλης (πολύ ζηλιάρης).

Συνώνυμα:

Αζουλιάρης (ο)