Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Αβλόμωτος, -η, -ον »
Επίθετο
Σημασία:
αυτός που δεν δηλητηριάστηκε από το αγριόχορτο «φλόμος».
Ετυμολογία:
α στερ. + φλόμος <ελληνιστική κοινή φλόμος (αρσενικό) < αρχαία ελληνική φλόμος (θηλυκό) (= φυτό (Euphorbia characias) με ναρκωτικές ιδιότητες καθώς και η ναρκωτική ουσία που βγαίνει απ’ αυτό)
Συνώνυμα:
Αφλόμωτος, -η, -ον