Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Αβάττα (η) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
βλ. αβάντα (όταν κανείς καρπούται κάτι χωρίς κόστος, δωρεάν, συνήθως ξεγελώντας κάποιους. Κατά συνεκδοχή, το αθέμιτο κέρδος).
Ετυμολογία:
τουρκ. avanta
Συνώνυμα:
αβάντα (η), μούχτιν (το).