Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αβάσταος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

1. ο αβάστακτος. 2. ο ασυγκράτητος.

Ετυμολογία:

α στερ. + ίστημι