Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Αβακας (ο) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
1.(τοπωνύμιο) μικρό ποτάμι της δυτικής Πάφου γνωστό για το φαράγγι του έκτασης 2 χιλιομέτρων. 2. όργανο για αριθμητικές πράξεις. 3. πλάκα για γραφή από τους μαθητές του δημοτικού.
Ετυμολογία:
αρχ. ἄβαξ