Γαβριήλ Δ

Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1780-1785). Γεννήθηκε στη Σμύρνη και διετέλεσε επίσκοπος Μοσχονησίων. Το 1767-1771 υπηρέτησε ως μητροπολίτης Ιωαννίνων και το 1771 -1780 ως  μητροπολίτης Παλαιών Πατρών, απ' όπου και εξελέγη οικουμενικός πατριάρχης, μετά τον θάνατο του Σωφρονίου Β'. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη στις 29.6.1785.

 

Κατά το διάστημα της πατριαρχίας του ο Γαβριήλ Δ' αντιμετώπισε σοβαρό ζήτημα που προέκυψε στην Εκκλησία της Κύπρου εξαιτίας διωγμού των αρχιερέων του νησιού: Το 1783, όταν ο κυβερνήτης της Κύπρου Χατζημπακκής* θέλησε ν' αυξήσει τους φόρους των ραγιάδων, προσέκρουσε στην αντίδραση του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου* (1768-1810) και των μητροπολιτών Πάφου Παναρέτου*, Κιτίου Μελετίου* και Κυρηνείας Σωφρονίου*, που υποστηρίζονταν και από τον δραγομάνο Χατζηγιωρκάτζη Κορνέσιο*. Η αναμέτρηση του Χατζημπακκή με τους ιεράρχες οδήγησε τους τελευταίους στην απόφαση (που πάρθηκε σε κρυφή σύσκεψη στο σπίτι του Κορνέσιου) να μεταβούν στην Κωνσταντινούπολη μυστικά για να καταγγείλουν τις αυθαιρεσίες του κυβερνήτη. Αναχώρησαν στις 23.8.1783, όμως οι κατάσκοποι του Χατζημπακκή τον πληροφόρησαν σχετικά κι αυτός ζήτησε από τον φίλο του Χασάν, καπουτάν πασά του τουρκικού στόλου, να τους βρει και να τους σκοτώσει. Όπως προκύπτει από γράμμα του πατριάρχη Γαβριήλ Δ', ημερομηνίας 30.10.1783, ο Χατζημπακκής έπεισε ταυτόχρονα τον μεγάλο βεζίρη Χαλήλ πασά να συγκατατεθεί σε εξορία των Κυπρίων αρχιερέων και εκτοπισμό τους στο Άγιον Όρος. Αυτοί, όταν πληροφορήθηκαν στην Χίο τις εξελίξεις και το κυνηγητό τους από τον Χατζημπακκή, αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη όπου κρύφτηκαν.

 

Στο μεταξύ στην Κύπρο ο Χατζημπακκής επέλεξε τέσσερις ιερωμένους προς αντικατάσταση του αρχιεπισκόπου και των επισκόπων. Αυτοί ήσαν ο ηγούμενος του Μαχαιρά Ιωαννίκιος, ο οικονόμος της Παλλουριώτισσας Ιωακείμ, ο πρωθιερέας του Αγίου Λαζάρου Χρύσανθος και ο έξαρχος Κυρηνείας Ιωαννίκιος, που με απειλές και εξαναγκασμό οδηγήθηκαν στη Λευκωσία για να «εκλεγούν». Από το μεγάλο βεζίρη ο Χατζημπακκής ζήτησε να εξαναγκάσει τον πατριάρχη Γαβριήλ να δώσει εντολή στον πατριάρχη Αντιοχείας Δανιήλ όπως αποστείλει στην Κύπρο εκπροσώπους του για την εγκαθίδρυση των νέων ιεραρχών «που ήδη είχαν εκλεγεί». Ο πατριάρχης Δανιήλ όμως, με τον οποίο είχε επικοινωνήσει και ο ίδιος ο Χατζημπακκής, απάντησε στις 15.5.1784 ότι δεν είχε δικαιοδοσία για θέματα τέτοια που αφορούσαν την Εκκλησία της Κύπρου και επέστρεψε τα σχετικά έγγραφα, που του είχαν σταλεί, πίσω στον οικουμενικό πατριάρχη. Στον Γαβριήλ είχαν σταλεί και μυστικά γράμματα από την Κύπρο με τα οποία οι Έλληνες του νησιού, κληρικοί και λαϊκοί, ζητούσαν τη μεσολάβησή του για την ασφαλή επαναφορά στο νησί των ιεραρχών.

 

Από τη Σμύρνη, ο Κιτίου Μελέτιος κατόρθωσε να φθάσει μυστικά στην Κωνσταντινούπολη και να έλθει σε επαφή με τον μεγάλο βεζίρη Χαλήλ πασά. Ο τελευταίος κάλεσε εκεί και τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο και τους άλλους δυο μητροπολίτες, που έφθασαν από τη Σμύρνη. Όλοι μαζί, και ίσως και με τη συνδρομή του Γαβριήλ, έπεισαν τον Χαλήλ για τα δίκαιά τους. Εξάλλου ο Χαλήλ πασάς δεν τα πήγαινε καλά με τον Χατζημπακκή γιατί ο τελευταίος ήταν φίλος και συνεργάτης του εχθρού και ανταγωνιστή του Χασάν καπουτάν πασά.

 

Τελικά ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος και ο Πάφου Πανάρετος επέστρεψαν στην Κύπρο, ενώ οι άλλοι δυο μητροπολίτες μαζί με τον Χατζηγιωρκάτζη Κορνέσιο παρέμειναν για αρκετό ακόμη διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να προωθήσουν τις καταγγελίες τους κατά του Χατζημπακκή.