Πιθανώς Κύπριος κτήτορας και πρώτος ηγούμενος του μοναστηριού της Παναγίας της Γωνιάς, που ευρίσκεται στην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων της Κρήτης. Ο Βλάσιος άρχισε το κτίσιμο του μοναστηριού το 1618 και το ολοκλήρωσε σε σχετικά σύντομο διάστημα, ενώ παράλληλα δημιούργησε κήπους και αμπελώνες για την συντήρηση των πρώτων μοναχών.
Τοπική παράδοση συνδέει την ίδρυση του μοναστηριού της Γωνιάς με θαυμαστή παρέμβαση της Θεοτόκου. Σύμφωνα με αυτήν, τον Αύγουστο του 1618 ενώ ο Βλάσιος προσευχόταν έξω από το ερημικό ησυχαστήριό του είδε κάποιο φως να πέφτει σε δασώδη κρημνό. Το ίδιο φαινόμενο παρατήρησε να επαναλαμβάνεται τόσο την επομένη όσο και την μεθεπομένη ημέρα. Ακολούθησε τότε το περίεργο αυτό φως και βρήκε μέσα στο δάσος, στον κορμό ενός σχίνου, μία εικόνα της Κοιμήσεως, η οποία φωτιζόταν από αναμμένες κανδήλες. Παρέλαβε στη συνέχεια την εικόνα και την μετέφερε στον προϋπάρχοντα ναό. Όμως το επόμενο βράδυ την ξαναβρήκε στον σχίνο, ένδειξη ότι η Παναγία επιθυμούσε την οικοδόμηση ναού στο μέρος εκείνο. Και πράγματι εμφανίστηκε η ίδια η Θεοτόκος στον προσευχόμενο Βλάσιο και του υπέδειξε πού να κτίσει το μοναστήρι της Γωνιάς.
Αρκετοί μελετητές περιλαμβάνουν τον Βλάσιο ανάμεσα στους Κυπρίους κληρικούς που εγκατέλειψαν το νησί στα 1570, όταν κατελήφθη από τους Τούρκους. Δεν υπάρχουν όμως ιστορικές μαρτυρίες που να τεκμηριώνουν την άποψη αυτή. Αυθαίρετη είναι και η σύνδεσή του με την πόλη της Κύπρου Αμάσεια, αφού πόλη με τέτοιο όνομα ουδέποτε υπήρξε στο νησί. Είναι επίσης άγνωστο εάν ο Βλάσιος, πριν καταλήξει στην Κρήτη, είχε εγκατασταθεί για κάποιο χρονικό διάστημα στην Αμάσεια του Πόντου ή οπουδήποτε αλλού. Γεγονός είναι ότι αρκετοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς τον αποκαλούν με το όνομα «Βλάσιος ο Αμάσειος», χωρίς όμως να υπάρχει ιστορική εξήγηση για την προέλευση του επιθέτου αυτού.
Όπως μας πληροφορεί σημείωμα σε κώδικα του μοναστηριού του, ο Βλάσιος πέθανε στις 17 Ιανουαρίου 1631.