Βυρσοδεψία είναι η τεχνική επεξεργασίας του δέρματος από θηλαστικά ζώα, ώστε τούτο αφ' ενός να διατηρείται και να μη σήπεται, κι αφ' ετέρου να παραμένει εύκαμπτο και μαλακό ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή ποικίλων αντικειμένων όπως είδη ένδυσης και υπόδησης, καλύμματα επίπλων, ταπετσαρίες, θήκες, δοχεία υγρών, εξώφυλλα βιβλίων, είδη ιππασίας, μουσικά όργανα και πολλά άλλα. Στην αρχαιότητα το δέρμα χρησιμοποιήθηκε και για κατασκευή πολεμικών αντικειμένων και εξαρτύσεων, για γραφική ύλη (περγαμηνές) κλπ.
Η επεξεργασία του ακατέργαστου δέρματος των ζώων είναι πανάρχαια τεχνική, που προέκυψε από την ανάγκη χρησιμοποίησής του από τον προϊστορικό άνθρωπο ως βασικού υλικού ένδυσης και υπόδησης προς αντιμετώπιση του κρύου αλλά και του ανωμάλου εδάφους στο οποίο βάδιζε. Μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα ακολουθείτο στην βυρσοδεψία η τεχνική της φυτικής δέψης, δηλαδή της κατεργασίας του δέρματος με τη χρησιμοποίηση φυτικών ουσιών. Σήμερα η βιομηχανοποιημένη βυρσοδεψία ακολουθεί κυρίως την τεχνική της χημικής δέψης, χρησιμοποιεί δηλαδή χημικές ουσίες.
Η βυρσοδεψία είναι μια τεχνική που χρησιμοποιήθηκε από όλους σχεδόν τους λαούς, σ' ολόκληρο τον κόσμο. Στην φυτική δέψη που ακολουθείτο, χρησιμοποιήθηκαν διάφορες μέθοδοι και διάφορες φυτικές ουσίες.
Η βυρσοδεψία στην Κύπρο: Μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η βυρσοδεψία αποτελούσε στην Κύπρο μια σημαντική βιοτεχνία που ασκείτο σε διάφορες περιοχές του νησιού, και κυρίως στα παραδοσιακά κέντρα επεξεργασίας δέρματος που ήσαν ο Αγρός, ο Πεδουλάς, η Ψιμολόφου, η Λευκωσία κ.ά. Τα τελευταία μεγάλα παραδοσιακά βυρσοδεψεία λειτουργούσαν μέχρι και πριν από 30 περίπου χρόνια στα πιο πάνω κέντρα. Το τελευταίο απ' αυτά, που λειτουργούσε στο χωριό Ψημολόφου, ανέστειλε τις εργασίες του τον Αύγουστο του 1984.
Η επεξεργασία του δέρματος στην Κύπρο γινόταν με την ίδια χειρωνακτική εργασία από τα αρχαία χρόνια και απετέλεσε λαϊκή τέχνη που ασκήθηκε με την ίδια βασικά μέθοδο για πολλούς αιώνες και που τελικά εξέλιπε εξαιτίας της βιομηχανοποίησής της αλλά και της αντικατάστασης σε μεγάλο βαθμό του δέρματος από το πλαστικό. Το βασικό υλικό για την φυτική δέψη που εχρησιμοποιείτο στην Κύπρο από τα αρχαία χρόνια μέχρι και πρόσφατα, ήταν το ρούδι (σουμάκι ή βυρσοδεψικός ρους) που είναι φυτό φαρμακευτικό και περιέχει «δεψογόνον κόνιν».
Διαδικασία βυρσοδεψίας
Η αρχική εργασία του Κυπρίου βυρσοδέψη ήταν η συγκέντρωση των δερμάτων. Προς τούτο, ο βυρσοδέψης σε παλαιότερες εποχές περιφερόταν με τα μουλάρια του από χωριό σε χωριό για ν’ αγοράσει δέρματα σφαγμένων ζώων. Τα δέρματα αλατίζονταν για να διατηρηθούν μέχρι να φθάσουν στο βυρσοδεψείο. Εκεί, ετοποθετούντο όλα μαζί σε υπαίθριες δεξαμενές με νερό και ασβέστη και παρέμεναν σ' αυτές περίπου 12 μέρες. Ο ασβέστης υποβοηθούσε στον καθαρισμό των δερμάτων από τις ξένες ουσίες και το τρίχωμα των ζώων. Το τρίχωμα το αφαιρούσαν αμέσως μετά, ξύνοντας τα δέρματα με ειδικές ξύστρες. Κατόπιν τα δέρματα ετοποθετούντο ξανά στις δεξαμενές με το νερό και τον ασβέστη, για 1-2 μέρες. Το επόμενο στάδιο ήταν το πλύσιμο των δερμάτων και η αφαίρεση του ασβέστη, που επιτυγχανόταν με τη χρησιμοποίηση, ως αντίδοτου, των περιττωμάτων των πουλερικών (τσιλλαρκές). Γι' αυτό τα δέρματα βγαίνοντας από τις δεξαμενές του ασβέστη, ετοποθετούντο σε άλλες δεξαμενές που περιείχαν νερό και διαλυμένες τσιλλαρκές, όπου και παρέμεναν για άλλες 12-24 ώρες, ανάλογα με τη δύναμη του διαλύματος νερού με τσιλλαρκές ν' αποβάλει τον ασβέστη, για να μη λιώσουν και καταστραφούν τα δέρματα. Στη συνέχεια τα δέρματα πλένονταν καλά με άφθονο καθαρό νερό και πατιούνταν από ξυπόλυτους εργάτες, που τα έτριβαν με' τα πόδια τους. Ύστερα τα δέρματα ράβονταν και παρέμεναν ανοιχτές μόνο δυο τρύπες, εκείνες των δυο μπροστινών ποδιών των ζώων. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα δέρματα των ζώων υφίσταντο κατεργασία ολόκληρα, γι' αυτό και αφαιρούνταν από τους χασάπηδες με προσοχή από τα σφαγμένα ζώα, για να μη τρυπήσουν. Από τα δέρματα απουσίαζε μόνο το κεφάλι των ζώων. Πριν ραφτεί και η κοιλιά των δερμάτων, τοποθετούσαν στο εσωτερικό τους 3-5 οκάδες ρούδι στο καθένα, ανάλογα με το μέγεθός τους. Παραγεμισμένα με ρούδι, τα δέρματα μεταφέρονταν σε άλλη ειδική δεξαμενή, τον λεγόμενο λινό. Εκεί, με τη βοήθεια ενός χωνιού, γεμίζονταν και με νερό από τις τρύπες των μπροστινών ποδιών, οι οποίες ύστερα δένονταν. Τα φουσκωμένα με νερό και ρούδι δέρματα στοιβάζονταν σε πέτρινα πεζούλια στον λινό. Επειδή το νερό ξέφευγε από τις ραφές και χυνόταν στον λινό, περιέχοντας και τις διαλυμένες ουσίες από το ρούδι, από το νερό εκείνο ξαναγεμίζονταν κάθε τόσο τα δέρματα. Έτσι τα δέρματα «ψήνονταν», απορροφώντας τις δεψικές ουσίες από το ρούδι. Μετά από 24 περίπου ώρες παραμονής τους στον λινό, όπου γεμίζονταν ξανά και ξανά με νερό μέρα και νύχτα, ανοίγονταν και κρεμμάζονταν στον ήλιο για να στεγνώσουν. Τέλος, «πιττώνονταν» για να ισιώσουν, και ήσαν πια έτοιμα για να δοθούν στο εμπόριο.
Ορολογία: Στην Κύπρο οι βυρσοδέψες λέγονταν γναφκιάδες ή τταπάκκηδες και το βυρσοδεψείο λεγόταν γναφκειόν ή τταπάχανας. Γναφκειόν, από το αρχ. ελληνικό κναφεύς (ρ. κνάφω = κατεργάζομαι το δέρμα). Και τταπάχανας από την τουρκική λέξη tabakhane που σημαίνει βυρσοδεψείο. Οι λέξεις, έδωσαν πολλά τοπωνύμια σε αρκετά μέρη της Κύπρου όπου λειτουργούσαν βυρσοδεψεία κατά τις περιόδους της Τουρκοκρατίας και της Φραγκοκρατίας και ίσως και πιο πριν.
Βλέπε: Πύλη Πάφου
Στη Λευκωσία ολόκληρη γειτονιά, παρά την πύλη Πάφου, ονομαζόταν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα Τταπάχανας, ενώ παραπλήσιο χάνι ονομαζόταν Τταπακχανεσί. Τταπάχανας υπήρχε και στη Λάρνακα (τουρκική συνοικία), στα χωριά Μονιάτη και Επισκοπή της Λεμεσού, Κονιά και Σταυροκόννου της Πάφου, στον Πεδουλά κ.α. Γναφκειά και γναφκειόν υπήρχαν στα χωριά Πεδουλά, Ψημολόφου, Σκαρίνου, Όμοδος, Άγιο Θεράποντα, Μόρφου, Κλήρου, Αρμίνου, Πολέμι, Κανναβιού, Λετύμπου και σε αρκετά άλλα χωριά. Τα τοπωνύμια αυτά, που απαντώνται σε μεγάλους αριθμούς, καταδεικνύουν ότι η βυρσοδεψία ήταν πολύ διαδεδομένη στην Κύπρο.
Η εργασία στο βυρσοδεψείο ήταν εποχιακή, σκληρή και δύσκολη. Εκφραζόταν δε και με ειδικά εργατικά τραγούδια, τα λεγόμενα τταπαχανιώτικα, καθώς και με τον τταπαχανιώτικο χορό που ήταν αρκετά δημοφιλής σε παλαιότερες εποχές στην Κύπρο, και που σήμερα έχει ξεχαστεί εντελώς.
Βλέπε λήμμα: Μουσική δημοτική και χορός
Σε πολλά δέρματα που έφθαναν στα βυρσοδεψεία, χαράσσονταν με μαχαίρι διάφορα γράμματα ή και σύμβολα, για να ξεχωρίζουν μετά την κατεργασία τους σε ποιους ανήκαν. Έτσι είχε δημιουργηθεί ένα είδος κώδικα στον οποίο κυριαρχούσαν συνδυασμοί κεφαλαίων συμφώνων γραμμάτων και μερικά σύμβολα. Για παράδειγμα:
ΚΤ= Κώστας
Ψ= Ψημολόφου
ΛΣ= Λευκωσία
ΛΦ= Λευκόνοικο
Η χρήση κατεργασμένων δερμάτων: Τα κατεργασμένα στα κυπριακά βυρσοδεψεία δέρματα προέρχονταν βασικά από τράγους, αίγες, πρόβατα, και σε μικρότερους αριθμούς από χοίρους ή και βόδια. Από τα αιγινά δέρματα κατασκευάζονταν μεταξύ άλλων οι βούρκες και τα αστάρια των ποδίνων. Οι αντρικές ποδίνες, ψηλές μέχρι το γόνατο, κατασκευάζονταν από δέρμα τράγου, ενώ οι γυναικείες ποδίνες από δέρμα αρνιών και ριφιών. Φυσικά με τα κατεργασμένα δέρματα κατασκευάζονταν και πολλά άλλα είδη απαραίτητα για τον Κύπριο αγρότη, όπως για παράδειγμα τα ασσ'ιά (ασκοί) για μεταφορά κρασιού και ζιβανίας, σέλλες για τα άλογα και τις μούλες, ιμάντες για ποικίλες χρήσεις κ.ά.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια