Οι σχέσεις της Κύπρου με το Βυζάντιο (Βυζαντινή αυτοκρατορία) καλύπτουν μια περίοδο οκτακοσίων περίπου χρόνων (αρχές 4ου αι. -1191 μ.Χ.)· Οι επιδράσεις, ωστόσο, του Βυζαντίου συνεχίστηκαν στην Κύπρο και μετά τη λήξη της πολιτικής εξάρτησης του νησιού από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Βλέπε λήμμα: Αγροτική ζωή και Οικονομία
Ένταξη της Κύπρου στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος: Ουσιωδώς καθοριστική για την ιστορική πορεία και τη διαμόρφωση της πολιτιστικής και πνευματικής φυσιογνωμίας της Κύπρου υπήρξε η ένταξή της στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, το κατόπιν Ελληνικό, που στα νεώτερα χρόνια αποκαλείται, όχι με πολύ μεγάλη, ακρίβεια, Βυζαντινό. Η υπαγωγή υπήρξε η φυσική συνέπεια των διοικητικών μεταρρυθμίσεων του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (293 μ.Χ.), που συμπληρώθηκαν από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, και βρήκε την Κύπρο, όπως τις υπόλοιπες επαρχίες του Ανατολικού κράτους, σχεδόν αλλά όχι απόλυτα εκχριστιανισμένη· στα χρόνια της διοικήσεως της Κύπρου από τον Antistius Sabinus (293-305 μ.Χ.) επί Διοκλητιανού συνέβαιναν ακόμη διωγμοί μαρτύρων της νέας θρησκείας. Όπως και προ του 293 κ.ε. η Κύπρος υπήρξε πεδίο ενδοδυναστικών ερίδων και άτρωτη από εξωτερικές επιθέσεις ως τα 649 (αραβικές επιδρομές). Γι' αυτό η εξ αρχής της Ρωμαϊκής εποχής αποστρατιωτικοποίησή της ήταν φυσική μέχρι τουλάχιστον του 333 μ.Χ.
Διοικητική δομή: Με τις μεταρρυθμίσεις των Διοκλητιανού και Μ. Κωνσταντίνου η Κύπρος υπήχθη στον praefectus praetorio orienτis (πρήφεκτο πραιτωρίου της Ανατολής), που είχε έδρα την Αντιόχεια. Ο αντιστρατιωτικός χαρακτήρας των μεταρρυθμίσεων, που χώρισαν τις αρμοδιότητές τους από εκείνες των πολιτικών αξιωματούχων και αύξησαν τον αριθμό των επαρχιών του πραιτωρίου σε τέσσερις, συνέβαλε και στη συνέχιση της αποστρατιωτικοποίησης του νησιού, που έκτοτε υπήχθη στην επαρχία της Ανατολής ή Εώας, διαιρεμένης σε πέντε διοικήσεις (Αιγύπτου, Ανατολής, Πόντου, Ασίας, Θράκης). Ο κυβερνήτης της Κύπρου ήταν τώρα praeses (πρόεδρος) με διάρκεια ενός ή δυο χρόνων, και όχι όπως ως τότε proconsul (=ανθύπατος), ή κάποτε consularis (=υπατικός). Έδρα της Ανατολής και του praefectus praetorio orientis ήταν πάντα η Αντιόχεια, και όταν ακόμη αυτός αντικαταστάθηκε από τον vicarius orientis (βικάριο της Ανατολής) και ο τελευταίος γύρω στα 331, από τον comes orientis (κόμητα της Ανατολής).
Μεταξύ 365 και 386 η Λιβύη και η Αίγυπτος απετέλεσαν την χωριστή διοίκηση Αιγύπτου, ενώ η Κύπρος παρέμεινε στη διοίκηση της Ανατολής, που τώρα περιλάμβανε την Αραβία, τη Μεσοποταμία, την Παλαιστίνη, τη Φοινίκη, τη Συρία, την Κιλικία και την Ισαυρία-ρύθμιση όμοια προς εκείνη του 58-30 π.Χ. και του 30-28 π.Χ.
Λόγω του στενού δεσμού της με την Αντιόχεια, που ακολουθούσε κατ' αρχήν τις οδηγίες του αυτοκράτορα, η Κύπρος βρέθηκε στον κύκλο επιρροής της μεγαλούπολης αυτής της Συρίας και του ελληνιστικού πολιτισμού της, αλλά ενεπλάκη και στις επεκτατικές φιλοδοξίες των επισκόπων της. Ο αστικός βίος με πυρήνα την ελληνική πόλη εξακολούθησε, όπως και πριν, αν και με κάποιες διαφοροποιήσεις ως προς την πραγματική δικαιοδοσία των δημοτικών θεσμών και αρχόντων, για να χάσει πολλά από τα αρχαία στοιχεία του λόγω της οριστικής νίκης του χριστιανισμού, που εισήγαγε νέα ηθική και κατήργησε τα θέατρα και τη θεατρική δημιουργία και ζωή, εκτός των μίμων και των θεατρικών στοιχείων που ενσωματώθηκαν στη λατρεία και στο ναό, και για ν' αρχίσει να παρακμάζει με τις αραβικές επιδρομές (649 κ.ε.). Η δικαιοδοσία των praeses περιελάμβανε ευθύνες για όλους τους τομείς της διοικήσεως, για το νόμο και την τάξη, την εκτέλεση των διαταγών της κεντρικής κυβερνήσεως, την απονομή της δικαιοσύνης (διότι ο praeses ήταν και αρχιδικαστής), την συλλογή των φόρων, δηλαδή της annona, που σήμαινε έλεγχο της γεωργίας, ευθύνες για την (κρατική) ταχυδρομική υπηρεσία, τα δημόσια έργα, τα εργοστάσια, τις (υποχρεωτικές) συντεχνίες των πόλεων, τα σχολεία, τις κυβερνητικές αποθήκες, κλπ.
Επειδή η Κύπρος ήταν εξ αρχής άοπλη επαρχία, χωρίς στρατιωτικό απόσπασμα να εδρεύει εδώ, ο χωρισμός των πολιτικών από τις στρατιωτικές εξουσίες δεν επηρέασε ουσιαστικά το εσωτερικό της καθεστώς. Συγκρούσεις πολιτικών και στρατιωτικών αρχόντων δεν παρουσιάζονται στην Κύπρο στις συνήθεις μορφές. Στα 431 μ.Χ. ο Ιωάννης επίσκοπος Αντιοχείας προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τον κόμητα της Εώας Διονύσιο για να εμποδίσει την εκλογή διαδόχου του Τρωίλου μητροπολίτη Κωνσταντίας. Ο μη στρατιωτικός χαρακτήρας της κυριαρχίας του Ανατολικού (όπως και του ενιαίου πριν) Ρωμαϊκού κράτους στην Κύπρο οφειλόταν και στο ότι το νησί ως τις αρχές του 7ου αι., οπότε έγιναν περσικές επιδρομές σ' αυτό, και κυρίως ως το 649 κ.ε. (αραβικές επιδρομές), δεν βρισκόταν στα σύνορα προς κάποια μεγάλη εχθρική δύναμη, οπότε θα έπρεπε να εγκατασταθεί σ' αυτό είτε στρατός κρούσεως είτε στρατός προκαλύψεως. Γι' αυτό η πρώτη μαρτυρημένη στρατιωτική εγκατάσταση στο νησί στα 333 μ.Χ. έγινε για λόγους εσωτερικής ασφάλειας και πιθανότατα και άμυνας εναντίον των πειρατών των απέναντι μικρασιατικών ακτών (Κιλικίας, Παμφυλίας, Λυκίας). Μόλις στα χρόνια του Ιουστινιανού, οπότε δόθηκε έμφαση στην γενική στρατιωτικοποίηση της αυτοκρατορίας, η Κύπρος συνδέθηκε στενά προς στρατιωτικά προβλήματα: ο Ιουστινιανός για να εξασφαλίσει την επάρκεια στρατευμάτων στο θρακικό μέτωπο, δια θαλάσσης — οι θαλάσσιες συγκοινωνίες τότε ήταν κατά παρασάγγας ασφαλέστερες και ταχύτερες από τις χερσαίες —δημιούργησε την quaestura exercitus (στρατηγία του στρατού) στα 535, που ήταν στην ουσία μικρή διοίκηση πραιτωρίου (praefectura praetorii) με ενωμένη στρατιωτική και πολιτική εξουσία στη Δευτέρα Μοισία, στη Σκυθία, στα νησιά του Αιγαίου, στην Καρία και στην Κύπρο, επαρχίες που αποσπάστηκαν από τη διοίκηση της Ανατολής. Έτσι η Κύπρος τώρα στα 536-537 υπάγεται μαζί με τις πιο πάνω επαρχίες στη διοίκηση του quaestor Justinianus exercitus (κβαίστωρ του στρατού του Ιουστινιανού), κι από τον χώρο της Εγγύς Ανατολής γεωπολιτικά μετατοπίζεται σ' εκείνον της Μαύρης Θάλασσας και του Αιγαίου. Ο πλούτος της Κύπρου ήταν απαραίτητος για να υποστηρίξει με την αφθονία του τις χώρες του Δουνάβεως και των Βαλκανίων που πλήττονταν από εισβολές βαρβάρων. Είναι, γι’ αυτό, πρόδηλο ότι η Κύπρος στρατηγικά και γεωπολιτικά προσφερόταν σε δυο ρόλους για τη δύναμη που κατείχε τη Μαύρη Θάλασσα και το Αιγαίο - Μικρά Ασία, δηλαδή για την Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που πρωτεύουσά της είχε την Κωνσταντινούπολη: πρώτο ρόλο προγεφυρώματος από το Αιγαίο προς την Εγγύς και Μέση Ανατολή, και δεύτερο ρόλο προμηθευτή και πηγής στρατιωτικού δυναμικού για το χώρο της Μαύρης Θάλασσας. Η σύνδεση αυτή όμως, όπως και επί Τουρκοκρατίας, συνεπαγόταν ταλαιπωρίες για τους κατοίκους της Κύπρου, που έπρεπε να ταξιδεύουν ως τον Δούναβη για να λύσουν τις διαφορές και τα προβλήματά τους μέσω του quaestor, ή τουλάχιστον ώς την Κωνσταντινούπολη για να τα θέσουν ενώπιον του βοηθού του. Ωστόσο το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε, όπως φαίνεται, ως τις αραβικές επιδρομές.
Οικονομική ακμή στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ.: Οι μεταβολές του 3ου και των αρχών του 4ου αι. επηρέασαν ευνοϊκά την οικονομική ζωή της Κύπρου, προφανώς και διότι το νησί δεν ενεπλάκη τότε σε στρατιωτικά προβλήματα και πολεμικές συρράξεις, και συνέβαλαν στην ευημερία της, όπως μαρτυρείται από τις ανασκαφές και άλλα τεκμήρια. Οι διωγμοί που ξέσπασαν προ της παραιτήσεως του Διοκλητιανού (305 μ.Χ.), σε μεγάλο βαθμό παρά τη θέλησή του, γνωστοί και ως διωγμοί του συναυτοκράτορά του Μαξιμιανού, για να συνεχιστούν από τον καίσαρα της Ανατολής Μαξιμίνο Δάκα και τον θείο του αυτοκράτορα της Ανατολής Γαλέριο, είχαν και στην Κύπρο θύματα μάρτυρες, εντοπίους Χριστιανούς, τον άγιο Λουκιανό τον Συγκλητικό, τον Θεόδοτο επίσκοπο Κερύνειας, τον Φιλωνίδη επίσκοπο Κουρίου, τον Αθανάσιο αναγνώστη, τον διάκονο Δημητριανό ή Δομιτιανό, τον πρεσβύτερο Αριστοκλή κ.α. Επί Γαλερίου βασανίστηκε και ο Τρεμιθούντος Σπυρίδων. Ο Αθανάσιος τουλάχιστον μαρτύρησε επί Σαβίνου (293-305), πιθανώς μεταξύ 24 Φεβρουαρίου 303 και Μαρτίου 304 ή 305 στη Σαλαμίνα. Από το γεγονός ότι ο Αθανάσιος προσήχθη στον διοικητή Σαβίνο στη Σαλαμίνα και από την εύρεση πέντε τιμητικών επιγραφών του Σαβίνου στην ίδια πόλη αφιερωμένων στους τρεις από τους ηγέτες της τετραρχίας, Διοκλητιανό, Μαξιμιανό (Γαλέριο) και Κωνστάντιο Χλωρό, του 293 μ.Χ., προκύπτει ότι η Σαλαμίς ήταν ακόμη η («μητρόπολις») πρωτεύουσα τουλάχιστον ντε φάκτο ή/και προσωρινά και κατά καιρούς, παρά την κατοχή του τίτλου από την Πάφο στα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια από τις αρχές του 2ου αι. π.Χ. Η εναλλαγή μαρτυρείται από επιγραφές και άλλως πως, ως το 293, και δείχνει ρευστότητα των πολιτικών θεσμών αλλά και ισχυρές φιλοδοξίες των αστικών πληθυσμών και κυρίως των αστικών ολιγαρχιών, που κολάκευαν τους Ρωμαίους κυριάρχους καθώς η Κύπρος ως μη ελευθέρα επαρχία δεν διέθετε «ελεύθερες πόλεις» με δημοκρατικά εκλεγμένα συμβούλια.
Δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες για διωγμούς και στην Κύπρο μετά το ανεξίθρησκο διάταγμα του Μεδιολάνου του Ιανουαρίου 313, που ο Λικίνιος δημοσίευσε στη Νικομήδεια στις 16 Μαρτίου 313, για να το παραβεί σε λίγο ˙ είναι όμως πιθανό ότι οι διωγμοί κάλυψαν και την Κύπρο, που στον εμφύλιο πόλεμο του Λικινίου κατά του ολοένα φιλικότερου προς τους Χριστιανούς Μεγάλου Κωνσταντίνου, συνέβαλε σημαντικά με 30 πλοία στην πολεμική προσπάθεια του Λικινίου —τόσα όσα και η Βιθυνία, 50 η Λιβύη, από 80 η Φοινίκη και η Αίγυπτος, 60 η Ασία και 20 η Καρία. Η συμβολή αυτή μαρτυρεί οικονομική ακμή του νησιού, πολύ περισσότερο που ήταν αποστρατιωτικοποιημένη επαρχία. Αλλά η αρχαία ναυτική εμπειρία και επίδοση των Κυπρίων συνεχιζόταν. Η υποχρεωτική υποστήριξη του Λικινίου από την Κύπρο, η οποία υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, δεν φαίνεται να προκάλεσε αντικυπριακή προκατάληψη στον Μεγάλο Κωνσταντίνο, αλλά είναι πιθανόν ότι οι Κύπριοι ηγέτες, φοβούμενοι δυσμενείς γι’ αυτούς συνέπειες λόγω της συμμετοχής τους στην παράταξη του Λικινίου, μετά την ήττα του τελευταίου πήραν μέτρα εξευμενισμού του νικητή. Ένα από αυτά ήταν η θερμή τους υποστήριξη προς την ορθόδοξη μερίδα, που κατά τα φαινόμενα υπεστήριζε ο Μέγας Κωνσταντίνος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας στη Βιθυνία, στα 325. Η ισχυρή, στη σύνοδο αυτή, κυπριακή αντιπροσωπεία με επικεφαλής, σύμφωνα προς την κυπριακή παράδοση, τον Τρεμιθούντος Σπυρίδωνα, αγρότη απλό και αγνό, πολέμησε τον Αρειανισμό. Έτσι θα μπορούσε και η Εκκλησία της Κύπρου να επωφεληθεί από την σχεδόν αλόγιστη γενναιοδωρία του Μεγάλου Κωνσταντίνου προς τις χριστιανικές Εκκλησίες αμέσως μετά τον «προσηλυτισμό» του κατά το 313 (κ.ε.), γενναιοδωρία που μεγάλωσε μετά το 321 και ιδιαίτερα μετά τη νίκη του κατά του Λικινίου (324).
Αντιόχεια, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη και Ρώμη: Το πρόβλημα επιλογής του κέντρου νομιμοφροσύνης των Κυπρίων στα μετά το 324 χρόνια και ιδίως μετά την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως στα 330, λύθηκε αρχικά με την υποστήριξη της «φιλορθόδοξης» αντιαρειανής γραμμής της Ρώμης και της Αλεξανδρείας στη σύνοδο της Νικαίας του 325, γραμμή που παρά τις φιλοαρειανές τάσεις του είχε δεχθεί ως ένα σημείο και ο Μέγας Κωνσταντίνος. Δεν είναι σαφές αν στην πρώτη αυτή σύνοδο η Αντιόχεια προέβαλε αξιώσεις στην Κύπρο. Όμως με αυτή την πιθανότητα συμφωνεί η στάση των Κυπρίων στη σύνοδο της Σαρδικής στα 343/4 εναντίον της αρειανίζουσας Αντιοχείας, έστω και αν με αυτήν συντασσόταν ο Κωνστάντιος Β', αυτοκράτορας της Νέας Ρώμης (Μάιος 337-Ιανουάριος 350) και εναντίον της ο Κώνστας, αυτοκράτορας της Δύσης. Οι κανόνες 4,5 και 6 της Νικαίας, σταθεροποιώντας την (από τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ.) δομή της εκκλησιαστικής διοικήσεως, επικύρωναν την αυτονομία κάθε επαρχιακής μητροπόλεως. Αλλά και με τον έκτο κανόνα, η δικαιοδοσία των μητροπόλεων Αντιοχείας, Ρώμης και Αλεξανδρείας κάλυπτε και επαρχίες περισσότερες από εκείνες της στενής τους περιφέρειας, και καθοριζόταν είδος πρεσβειών των τριών αυτών μητροπόλεων. Ερμηνεύοντας με τον δικό της τρόπο η Αντιόχεια τον έκτο κανόνα διεκδικούσε δικαιώματα στις Εκκλησίες Μεσοποταμίας, Συρίας και Κιλικίας, και στην Εκκλησία της Κύπρου, ενώ η τελευταία με βάση τον ίδιο κανόνα απαιτούσε πλήρη αυτονομία και ανεξαρτησία. Η επιμονή της Αντιοχείας στην ερμηνεία της, που φάνηκε λίγο αργότερα καθαρά, πρέπει να συνέβαλε στη σύνταξη των Κυπρίων με τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια στη σύνοδο της Σαρδικής αντί με την Αντιόχεια και τη Νέα Ρώμη, έστω κι αν η τελευταία είχε εξισωθεί θεσμικά και καθεστωτικά προς τη Ρώμη στα 342/3 λίγο προ της συνόδου, πράγμα όμως που είναι αμφίβολο ότι είχαν πληροφορηθεί ή επαρκώς συνειδητοποιήσει τη σημασία του οι Κύπριοι επίσκοποι. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον νεόπλουτο Αρειανό σύμβουλό του Φλάβιο Φίλιππο, πρήφεκτο της Ανατολής από 28.3.346 και του Ιλλυρικού από 353, ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος Β' και ο καίσαρας Γάλλος αφιερώνουν δυο επιγραφές επαινετικές για τις αρετές και τους μόχθους του, μια στην Έφεσο και την άλλη στους Χύτρους στις 15.3.351. Αυτό πιθανώς σημαίνει και την σπουδαιότητα της Κύπρου για τον Κωνστάντιο Β', αλλά και δηλώνει την προσπάθειά του να ελέγξει τις αντιαρειανές δυνάμεις στο νησί.
Νέα ακμή μετά τους σεισμούς - Ο Επιφάνιος Κωνσταντίας: Μετά την ανοικοδόμηση των σεισμοπλήκτων πόλεων στα 332 κ.ε και 342 κ.ε., η Κύπρος άρχισε να ακμάζει και πάλι. Στα 354 τα ναυπηγεία της ναυπηγούν πλοία σε μεγάλους αριθμούς και στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 5ου αι. μεγάλες δαπανηρές βασιλικές κτίζονται, με θαυμάσια εσωτερική διακόσμηση σε διάφορες πόλεις και πολίσματα του νησιού. Ένας από τους διασημότερους Κυπρίους επισκόπους του 4ου αι. ήταν ο Κωνσταντίας-Σαλαμίνος Επιφάνιος (366 - 402), εβραϊκής καταγωγής, ένας από τους μεγαλύτερους θεολόγους συγγραφείς της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως συνόλου, αλλά και από τους σημαντικότερους ενεργούς θεολογικούς και εκκλησιαστικούς παράγοντες της εποχής του. Κατά παράκληση του Θεοφίλου Αλεξανδρείας, του οποίου υπήρξε στενός συνεργάτης εναντίον του μεγάλου Κωνσταντινουπόλεως Χρυσοστόμου, οργάνωσε στην Κωνσταντία στα 401 τοπική σύνοδο που καταδίκασε τον Ωριγένη και το φιλοσοφικό - θεολογικό του σύστημα. Μετέσχε στις πρώτες συνεδρίες της Β' Οικουμενικής Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως στα 381, αλλά γρήγορα την εγκατέλειψε για να μεταβεί στη Ρώμη, όπου μετέσχε σε άλλη τοπική σύνοδο. Βάση του Πιστεύω της συνόδου αυτής ήταν το Πιστεύω που είχε συνθέσει ο Επιφάνιος και προσθέσει στο τέλος του έργου του «Αγκυρωτός» (374). Αυτό δεν ήταν παρά το Πιστεύω της Νικαίας, με δικές του προσθήκες από την Βίβλο και τους Πατέρες, και εδόθη στη Β' σύνοδο είτε άμεσα είτε έμμεσα. Αλλά ό,τι έχει σημασία είναι η έγκριση από την Β' σύνοδο του κειμένου του Επιφανίου, τεκμήριο οικουμενικής εκτιμήσεως προς την θεολογική του μόρφωση, που προκάλεσε πλούσια αλληλογραφία και ποικίλους δεσμούς του προς μοναχούς, αρχιμανδρίτες, κληρικούς, ιεράρχες και λαϊκούς από όλες τις γύρω χώρες. Πολύγλωσσος (αν και ανεπαρκώς), πολυταξιδεμένος, χαρισματικός, συμμάχησε με τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας και τον αδελφό και διάδοχό του Πέτρο κατά του Μελετίου Αντιοχείας και υπέρ του Παυλίνου, αντιπάλου του Μελετίου και φίλου του Αθανασίου. Έτσι ο Επιφάνιος συνέχισε την ένταξη της Κύπρου στο αλεξανδρινό - ρωμαϊκό θεολογικό - εκκλησιαστικό στρατόπεδο κατά της Αντιοχείας, που τώρα είχε και νέο αντίπαλο, την Ιερουσαλήμ. Ίσως από τώρα χρονολογείται η ενσωμάτωση των ιεροσολυμιτικών περί αγίας Ελένης παραδόσεων στην κυπριακή παράδοση, που στήριξε το αυτοκέφαλον. Η τοποθέτηση, πάντως, του Επιφανίου κατά της Αντιοχείας και η αίγλη του βοήθησαν και μετέπειτα στον αγώνα για το αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Κύπρου, ιδίως σ' εποχή που διαμορφώνονταν (ως το 451 μ.Χ.) τα πατριαρχεία κατά τα πρότυπα της πολιτικής διοικήσεως της αυτοκρατορίας.
Μεταξύ 365 και 381 από την αρχική διοίκηση της Εώας αποκόπηκαν η Αίγυπτος και η Λιβύη, ενώ η Κύπρος παρέμεινε στην Εώα, με διοικητή έναν consularis (= υπατικό), που διοριζόταν από τον comes orientis που έδρευε στην Αντιόχεια, ή από τον αυτοκράτορα κατ' εισήγηση του τελευταίου. Η συμμετοχή του Επιφανίου στη σύνοδο της Ρώμης του 382 μ.Χ. συνέβαλε στην απόρριψη από τον πάπα Δάμασο (366 - 384) των Πρακτικών της Β' Οικουμενικής Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως που αναφέρονταν στην Αντιόχεια, αν και τα δογματικά μέρη τους οι παρόντες Κύπριοι επίσκοποι τα υπέγραψαν. Ο δεύτερος κανόνας των Πρακτικών ευνοούσε την κυπριακή αυτονομία με το να δέχεται όλες τις μητροπόλεις ως αυτοκέφαλες. Οι επαφές του Επιφανίου με μοναχούς των γύρω χωρών ήσαν προδρομικές της μετέπειτα ευρύτατης κυκλοφορίας μοναστικών ιδεών των τριών ηπείρων στην Κύπρο και μέσω αυτής, συνέβαλαν στη βαθύτερη ενότητα των μοναστικών ιδεολογιών, παρά τις διαφορές τους. Η ταύτιση Κυπριακής Εκκλησίας και κυπριακού Ελληνισμού ολοκληρώθηκε κατά την εποχή αυτή και χάρη στη δραστηριότητα του Επιφανίου και τη σκληρή πολεμική του κατά των αιρέσεων, τοπικών και ευρύτερης γεωγραφικής διάδοσης. Ταυτόχρονα ο ορθόδοξος συντηρητισμός του απέβη έκτοτε ουσιαστικό και τυπικό χαρακτηριστικό της Κυπριακής Εκκλησίας, που αργότερα χρησίμευσε και στον δύσκολο αγώνα της για ανεξαρτησία και φυσική και εθνική επιβίωση.
Η τελευταία περίοδος της βυζαντινής κυριαρχίας στην Κύπρο: Σημαντική εξέλιξη στην διοικητική δομή της Κύπρου κατά τα μέσα του 11ου αι., αν όχι και πιο πριν, ήταν η μεταφορά της πολιτικής πρωτεύουσας από την Κωνσταντία στη Λευκωσία, έκτοτε κύρια εστία της πολιτιστικής ζωής του νησιού. Η έδρα όμως της αρχιεπισκοπής παρέμεινε στην Κωνσταντία ως το τέλος της βυζαντινής κυριαρχίας (1191) και μετέπειτα, μέχρι τουλάχιστον τα μέσα του 13ου αι., αντίθετα προς το έθος να ακολουθεί η εκκλησιαστική πρωτεύουσα την πολιτική. Η μεταφορά υπαγορεύθηκε από τις ανάγκες του νέου διοικητικού συστήματος και από εσωτερικά και αμυντικά προβλήματα, προπάντων τις αποσχιστικές εξεγέρσεις διοικητών και μαζών, και τους εξωτερικούς κινδύνους που έπρεπε να αντιμετωπισθούν από στρατηγικά κεντρικότερο σημείο παρά η Κωνσταντία. Άλλος λόγος της μεταφοράς φαίνεται ότι ήταν και η γενικότερη τότε αλλαγή στις αυτοκρατορικές μεθόδους διοικήσεως των επαρχιών, επί το συγκεντρωτικότερον, με στρατό και στόλο που στελλόταν από τον αυτοκράτορα και όχι συλλεγόμενο και ναυπηγούμενο επί τόπου αντιστοίχως — κάτι που δεν ευνοούσε την αποκέντρωση αλλά τον αυστηρό έλεγχο από γεωγραφικό χώρο ισότιμης απόστασης από όλα τα επίκαιρα σημεία. Τέλος η πολυετής ανεξαρτησιακή ροπή του νησιού (7ος -10ος αι.) έπρεπε να περισταλεί από την Κωνσταντινούπολη με έδρα ένα τέτοιο κρίσιμο κέντρο, τη Λευκωσία.
Αποσχιστικά κινήματα γνωρίζουμε τουλάχιστον δυο: του 1042 υπό τον (διοικητή=) κατεπάνω Θεόφιλο Ερωτικό και του 1092 υπό τον δούκα Ραψομάτη. Και οι δυο εκμεταλλεύθηκαν, για να προαγάγουν τα αυτονομιστικά σχέδιά τους, την ευρύτερη λαϊκή δυσαρέσκεια για την βαρειά φορολογία και την ανασφάλεια λόγω των ατελεύτητων πειρατικών επιδρομών. Η επανάσταση του 1092 έγινε σε συνεργασία προς άλλη στην Κρήτη, υπό τον Καρύκη· και οι δυο ηγέτες τους βρίσκονταν σ' επαφή με τον Τούρκο εμίρη της Σμύρνης Τζαχά. Την κατέστειλε ο στρατηγός Μανουήλ Βουτουμίτης, ιδρυτής της μονής Κύκκου κι εκτελεστής ευρύτερων στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Κιλικία και στη Συρία. Διοικητής (δούκας) της Κύπρου διορίστηκε τότε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό ο γαμβρός του Ιωάννης Δούκας, με δυο βοηθούς, τον Καλλιπάριο, αδιάφθορο φοροσυλλέκτη και δικαστή — προφανώς για να ικανοποιήσει το αίτημα του βαριά φορολογούμενου λαού για δικαιοσύνη —, και τον στρατηγό Ευμάθιο Φιλοκάλη νομιμοφρονέστατο αυτοκρατορικό αξιωματούχο, ο οποίος ωστόσο ήλθε σε οξύτατη ρήξη με τον προστατευόμενο του Μανουήλ Βουτουμίτη αρχιεπίσκοπο Νικόλαο Μουζάλωνα (1107 -1110), μετέπειτα οικουμενικό πατριάρχη. Ο Μουζάλων σε γνωστό ποίημά του κατηγορεί τον Ευμάθιο για αδικίες και σκληρή καταπίεση του πληθυσμού. Ο διορισμός «δικαίου» φορολόγου δείχνει την φροντίδα του Αλεξίου να μη αποξενωθεί από τον πληθυσμό καίριου γεωπολιτικά χώρου, της Κύπρου, αυξημένης τώρα σπουδαιότητας λόγω των Σταυροφοριών που απειλούσαν και το νησί και άλλες γύρω επαρχίες. Η Κύπρος διαδραμάτιζε πολλαπλούς ρόλους στο νέο στρατηγικό ζατρίκιο της Μέσης Ανατολής όπως διαμορφωνόταν με την εμφάνιση στο χώρο αυτό των ασυγκράτητων νέων ευγενών εμπόρων και στρατιωτικών της δυτικής Ευρώπης με τις απεριόριστες φιλοδοξίες. Οι Βυζαντινοί στρατηγοί και διοικητές της Κύπρου διεξήγαν από αυτήν σειρά επιχειρήσεων, αρχικά προς ενίσχυση και επικοινωνία με τους Σταυροφόρους, και αργότερα προς υπεράσπιση του νησιού και των γύρω μικρασιατικών και συριακών ακτών εναντίον τους. Η υπαγωγή της Κύπρου στο ευρύτερο ενιαίο αυτοκρατορικό ελληνικό - βυζαντινό αμυντικό σύστημα, που περιλάμβανε τις ηπειρωτικές επαρχίες, ήταν η τελευταία στην ιστορία της. Σε λίγο (1191 κ.ε.) αποσπάσθηκε βίαια από αυτό, καθώς τα χωριστικά κινήματα και η διάβρωση από Σταυροφόρους, Τούρκους κ.α. οδήγησαν στην κατάρρευσή του.
Στην παραμονή της Α' Σταυροφορίας ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Συμεών κατέφυγε με τον κλήρο του στην Κύπρο (1097) και πέθανε εδώ στα 1099, πιθανώς δίνοντας το όνομά του στον καθεδρικό ναό της Αρσινόης Αμμοχώστου. Ο κλήρος της Ιερουσαλήμ στην Κύπρο δοκίμασε να εκλέξει διάδοχο του Συμεών, Κατά το 1099/1100 ο πιστός στον Αλέξιο Α' Σταυροφόρος ηγέτης Ραϋμόνδος Δ' του Σαιντ Ζιλ κυβερνούσε τη Λαοδίκεια σε σύνεργασία με τον Βυζαντινό διοικητή της Κύπρου, απ' όπου ελάμβανε προμήθειες και την οποία επεσκέφθη κατά τον Ιούνιο του 1100 καθοδόν προς την Κωνσταντινούπολη. Από την Κύπρο εστάλησαν εργάτες και υλικά στα 1104 για την κατασκευή του στρατοπέδου του Ραϋμόνδου κοντά στην Τρίπολη, όταν αυτός πολεμούσε κατά του Βοημούνδου της Αντιοχείας. Επίσης ο ίδιος έλαβε περαιτέρω υποστήριξη από τις στρατηγικές βάσεις της Κύπρου και της Κιλικίας. Στα 1110 ο Μουσουλμάνος διοικητής της Βηρυτού μετά την ήττα του από τον Βαλδουίνο Α' της Ιερουσαλήμ κατέφυγε στην Κύπρο και παρεδόθη στις βυζαντινές αρχές της. Στα 1122 σ' αντίποινο για την αναστολή των βενετικών προνομίων στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ο βενετικός στόλος πλέοντας προς την Αγία Γη επετέθη κατά της Κύπρου και άλλων βυζαντινών επαρχιών. Χρειάστηκε να φθάσουμε στα 1148 για να αναγνωρισθούν τέτοια προνόμια στους Βενετούς της Κύπρου. Στα 1138 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Κομνηνός, κατά τις τότε συνήθειες, σχεδίαζε τη δημιουργία χωριστού δεσποτάτου για τον γιο του Μανουήλ, που θα περιλάμβανε την Κύπρο, την Κιλικία, μέρος της Παμφυλίας, την Αντιόχεια και μια ζώνη του Ανω Ευφράτη. Το σχέδιο ματαιώθηκε από έλλειψη επαρκούς στρατού που θα το έθετε σ' εφαρμογή στους δύσκολους εκείνους καιρούς, κατά τους οποίους τα κυριαρχικά δικαιώματα του Βυζαντίου στους προαναφερμένους χώρους αμφισβητούνταν έμπρακτα από Μουσουλμάνους και Δυτικούς. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι η Κύπρος ως τμήμα βυζαντινού υπό συγκρότηση δεσποτάτου εντάσσεται σε ευρύτερα γεωπολιτικά πλαίσια που καλύπτουν τις γύρω ακτές και την ενδοχώρα — δεν θεωρείται ανεξάρτητα από αυτές όπως έγινε λίγο αργότερα από τον Ισαάκιο Κομνηνό.
Παρά τα σοβαρά μέτρα που η Κωνσταντινούπολη έλαβε για την άμυνα της Κύπρου, αυτή δεν απέφυγε καταστροφές από επιδρομές όπως εκείνη του τυχοδιώκτη «σταυροφόρου» Ρεϋνάλδου ντε Σιατιγιόν και του Θόρος Β' της Αρμενίας στα 1156, η επίθεση του αιγυπτιακού στόλου στα 1158 και η ληστρική επιδρομή του Ραϋμόνδου Γ' της Τριπόλεως στα 1161 σ' αντίποινο για τον γάμο του αυτοκράτορα Μανουήλ με την Μαρία της Αντιοχείας αντί με την αδελφή του. Οι λεηλασίες στη διάρκεια των επιθέσεων αυτών ήσαν τόσο καταστρεπτικές ώστε κατά το 1169 η Κύπρος δεν κατόρθωσε να στείλει αρκετές προμήθειες στον βασιλιά της Ιερουσαλήμ Αμάλριχο στην Άκρα, όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ αυτού και του αυτοκράτορα για την οργάνωση κοινής αντιαραβικής εκστρατείας. Δηλαδή η Κύπρος αδυνατούσε λόγω των δηώσεων να εκπληρώσει τον γεωπολιτικό ρόλο που της επεφύλασσε η αυτοκρατορική στρατηγική και πολιτική.
Στις λεηλασίες προστέθηκαν στα 1176-1179 σειρά από ανομβρίες, σεισμούς και άλλα δεινά, που προκάλεσαν διακοπή της καλλιτεχνικής δραστηριότητας για αρκετά χρόνια. Η δραστηριότητα ξανάρχισε στη δεκαετία του 1180, οπότε ιδρύθηκαν τα μοναστήρια του Μαχαιρά, της Χρυσορροϊάτισσας και του Αγίου Νεοφύτου, και συνεχίστηκε με άλλες εκκλησίες που διακοσμήθηκαν με δαπάνες τοπικών προυχόντων, ακόμη και μετά τη λατινική κατάκτηση.
Η κατάκτηση της Κύπρου από τον Ριχάρδο Λεοντόκαρδο: Το τελευταίο επεισόδιο στην ιστορία της βυζαντινής Κύπρου ήταν η αποσχιστική πολιτική του τελευταίου Βυζαντινού κυβερνήτη της Ισαακίου Κομνηνού, ανεψιού του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Η πολιτική αυτή υπήρξε μοιραία για τον κυπριακό Ελληνισμό και τις περαιτέρω τύχες του. Ο Ισαάκιος είχε γίνει γνωστός πρώτα για την περιπετειώδη σταδιοδρομία του ως διοικητής της Κιλικίας, όπου φαίνεται ότι επετέθη κατά του σουλτάνου του Ικονίου, συνελήφθη από τον Ρουπέν της Αρμενίας και εξαγοράστηκε από τους Ναΐτες, από τους οποίους τον απελευθέρωσε ο διάδοχός του Μανουήλ Ανδρόνικος Α' Κομνηνός, με τη μεσολάβηση της θείας του Θεοδώρας. Έπειτα, με τα χρήματα που συνέλεξε στην Ισαυρία για να οργανώσει στρατό, ήλθε στην Κύπρο με ψευδή διαπιστευτήρια ως δήθεν απεσταλμένος του αυτοκράτορα, και έγινε δεκτός από τους τοπικούς άρχοντες και πλουσίους (που φαίνεται ότι είχαν πληρώσει και ένα μέρος των λύτρων) ως δούκας ή κατεπάνω. Γρήγορα, όμως, αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας (1184) και υποχρέωσε τους Κυπρίους επισκόπους να εκλέξουν πατριάρχη (τον Σωφρόνιο Β), σ' αντιπαράθεση προς τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Αν και προφανώς αρχικά οι Κύπριοι, επιρρεπείς προς την αυτονομία, ευνοούσαν την πολιτεία του Ισαακίου, γρήγορα απέβη υβριστής και τύραννος. Ο Ανδρόνικος Α' Κομνηνός στην Κωνσταντινούπολη, άρπαγας του θρόνου κι αυτός, φοβόταν ότι ο Ισαάκιος θα τον εκθρόνιζε, και διέταξε τον λιθοβολισμό και το παλούκωμα των δυο εγγυητών του. Πρόλαβε όμως άλλος σφετεριστής, ο Ισαάκιος Β' Άγγελος, που κατά τον Σεπτέμβριο του 1185 ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τον λαό της Κωνσταντινουπόλεως, που σκότωσε τον Ανδρόνικο, ενώ οι Νορμανδοί προσέγγιζαν την πρωτεύουσα. Ο Ισαάκιος Β' Άγγελος μάταια δοκίμασε να εξαγοράσει την φιλία και υποταγή του Ισαακίου Κομνηνού, γι’ αυτό έστειλε εναντίον του στόλο υπό τον ναύαρχο Ιωάννη Κοντοστέφανο και στρατό υπό τον τυφλό στρατηγό Αλέξιο Κομνηνό, που όμως δεν πέτυχαν οτιδήποτε (1186). Απεναντίας ο Νορμανδός ναύαρχος Μαργαρίτης, που περνούσε τότε από την Κύπρο, πρόσφερε βοήθεια στον τύραννο και συνέτριψε το εκστρατευτικό σώμα της πρωτεύουσας. Ωστόσο, όπως και οι αυτοκράτορες Ανδρόνικος Α' Κομνηνός και Ισαάκιος Β' Άγγελος, ο Ισαάκιος Κομνηνός ακολούθησε πολιτική φιλική προς τον σουλτάνο Σαλαντίν, αποτέλεσμα του αυξανόμενου αντιλατινισμού στην αυτοκρατορία μετά τη συνειδητοποίηση των τεραστίων κινδύνων από τους Δυτικούς — χωρίς αυτό να τον εμποδίσει να δεχθεί τη βοήθεια του Νορμανδού Μαργαρίτη, που ευχαρίστως έτσι συνέβαλε στην ενδυνάμωση του εσωτερικού σχίσματος της αυτοκρατορίας στον καίριο χώρο της Κύπρου και της γύρω Ανατολής.
Όταν στις αρχές Μαΐου 1191 ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος* έφθασε στην Κύπρο μετά από «τυχαίο» ατύχημα — το ναυάγιο του πλοίου της αδελφής και της αρραβωνιαστικιάς του Βερεγγάριας έξω από τη Λεμεσό — εκμεταλλευόμενος τη στενόκαρδη και κοντόφθαλμη συμπεριφορά του Ισαακίου Κομνηνού έναντι στη Βερεγγάρια και στην αδελφή του, κατέλαβε την Κύπρο μετά από πόλεμο που κατέδειξε ότι μέρος του πληθυσμού επεδίωκε την πτώση του τυράννου, αλλά άλλο μέρος προφανώς τον υπεστήριζε. Το «τυχαίο» από μια άποψη επεισόδιο, μαζί με την όχι τυχαία από κάθε άποψη συμπεριφορά του Ισαακίου, όταν ιδωθούν από την προοπτική των αιώνων, είχαν βαθύτατο νόημα και σημασία για την μετέπειτα «ιστορική μοίρα» της Κύπρου και του Ελληνισμού της περιοχής — σημασία που προφανώς διέφυγε της προσοχής του τυράννου. Η αδυναμία του αυτή τον εμπόδισε να τηρήσει σοβαρή και υπεύθυνη στάση έναντι στον νέο εχθρό και στο στρατηγικό και πολιτικό «σύστημα» στο οποίο ανήκε η δύναμή του. Έτσι απεδείχθη μυωπικός ηγέτης του κυπριακού Ελληνισμού, που τον απομόνωσε και αποξένωσε από τον μητροπολιτικό εθνικό κορμό ˙ οσοδήποτε σαθρός και σάπιος εξωτερικά και αν ήταν ο τελευταίος, οσοδήποτε ετοιμόρροπος και παρακμασμένος, άρα εξ αντικειμένου ανίκανος να τείνει χέρι σωστικό στον δοκιμαζόμενο κυπριακό Ελληνισμό, η απόσχιση του Ισαακίου από αυτόν, συχνά γελοία στις θεσμικές και πολιτικές της εκφράσεις, θα μπορούσε να δικαιωθεί ιστορικά αν ο τύραννος εξασφάλιζε για την Κύπρο υπαλλακτικές λύσεις των προβλημάτων ελευθερίας και επιβιώσεως που αντιμετώπιζε απομονωμένος από την Κωνσταντινούπολη. Σ' αυτό απέτυχε παταγωδώς, και το ιδιόρρυθμο αστειότατο κρατίδιό του ήταν εξ αρχής καταδικασμένο σε υποδούλωση και αφανισμό, παρασύροντας μαζί του και τον κυπριακό Ελληνισμό, που με δυσκολία επέζησε της δίνης των επερχομένων δεινών, της νεφέλης μακραίωνος δουλείας, όπως την συνέλαβε προφητικά και διετύπωσε με εξαίσιο λογοτεχνικό τάλαντο το τελευταίο μεγάλο ενδοστρεφέστατο τέκνο της βυζαντινής Κύπρου, ο Νεόφυτος ο Έγκλειστος.
Οι σχέσεις Κύπρου - Βυζαντίου επί Λατινοκρατίας: Οι σχέσεις της Κύπρου με το Βυζάντιο δεν διεκόπησαν μετά την πολιτικοστρατιωτική κυριαρχία των Λατίνων στο νησί. Συνεχίστηκαν στο εκκλησιαστικό, πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο μέχρι της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως στις 29.5.1453 από τους Τούρκους, που προκάλεσε θρήνο στην τότε βασίλισσα της Κύπρου Ελένη Παλαιολογίνα* πριγκιποπούλα από τον Μυστρά, και έφερε πλήθος προσφύγων μοναχών, λογίων και άλλων στο νησί από το Βυζάντιο. Οι πνευματικοί δεσμοί, όμως, εξακολούθησαν να συντηρούνται και αργότερα ως τις μέρες μας, οπότε η Κύπρος παρ' όλες τις πολλές και σημαντικές επιδράσεις που έχει υποστεί, παραμένει μαζί με τον Πόντο και την Καππαδοκία της μέχρι του 1922/3 εποχής, η πλέον βυζαντινή, η πλέον αρχαϊκή και η πλέον μυκηναϊκή μαζί στον πολιτιστικό χαρακτήρα, στο πνεύμα και στη ψυχή περιοχή του μείζονος και του ηπειρωτικού - βαλκανικού Ελληνισμού. Μουσική, ποίηση, ζωγραφική, αρχιτεκτονική, γλυπτική, γλώσσα, νοοτροπία, ψυχοσύνθεση, κάθε έκφραση του βίου και του πολιτισμού της αγροτικής Κύπρου αλλά και σημαντικών τομέων της αστικής, έχουν βαθύρριζα βυζαντινά σπέρματα και καταβολές, ανανεούμενες από μέσα στην ουσία τους, καταβολές που επηρέασαν και επηρεάζουν και αυτούς τους κατακτητές από πολλές απόψεις.
(Βλ. επίσης λήμματα Εκκλησία της Κύπρου
, πολιτισμός, μουσική, γλώσσα, μοναστήρια κλπ. Κατάλογος Βυζαντινών κυβερνητών της Κύπρου δεν παρατίθεται στο λήμμα αυτό, διότι οι αρμοδιότητες της διοίκησης του νησιού συχνά κατανέμονταν σε διάφορους αξιωματούχους, όπως δούκες, κατεπάνω, ή καταπάνω, στρατηγούς, διοικητές, δεσπότες, άρχοντες, κ. ά.).
Κ. Π. ΚΥΡΡΗΣ