Βυζαντινή τέχνη

Image

Βυζαντινή λέγεται η τέχνη που αναπτύχθηκε στις χώρες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο όρος όμως βυζαντινή τέχνη είναι συμβατικός, γιατί περιλαμβάνει και την τέχνη χωρών που δεν ήταν ή έπαυσαν να είναι τμήματα της αυτοκρατορίας (Ρωσία, Γεωργία, Ιταλία) ενώ αποκλείει την τέχνη ορισμένων επαρχιών της αυτοκρατορίας που έχουν ιδιάζοντα χαρακτηριστικά όπως η κοπτική τέχνη στην Αίγυπτο και τη Νουβία ή η τέχνη ορισμένων περιοχών της Μικράς Ασίας και η αρμενική τέχνη.

 

Η βυζαντινή τέχνη αρχίζει θεωρητικά από τη θεμελίωση της Κωνσταντινουπόλεως το 330 μ.Χ. από τον Μ. Κωνσταντίνο και σταματά με την άλωσή της από τους Τούρκους το 1453. Στην πραγματικότητα η βυζαντινή τέχνη συνεχίζεται σε όλο τον 15ο και 16ο αιώνα. Την περίοδο αυτή ονομάζεται μεταβυζαντινή τέχνη. Όπως είναι φυσικό, στη μακραίωνη πορεία της η βυζαντινή τέχνη πέρασε από διάφορες φάσεις. Συνήθως διακρίνονται τρεις κύριες φάσεις: Η πρωτοβυζαντινή, από τον 4ο μέχρι τον 8ο αιώνα, δηλαδή μέχρι την εικονομαχία, η μεσοβυζαντινή, από τον 9ο μέχρι το 12ο αιώνα και πιο συγκεκριμένα μέχρι την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το 1204 μ.Χ., και η υστεροβυζαντινή (Παλαιολόγεια) που αρχίζει το 1261 μ.Χ. (απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους) και τελειώνει το 1453. Στις φάσεις αυτές παρεμβάλλονται δυο σκοτεινές περίοδοι: Η πρώτη είναι η περίοδος της εικονομαχίας (730-843) και η δεύτερη η περίοδος της Φραγκοκρατίας (1204-1261). Η πρώτη είχε σαν συνέπεια την καταστροφή σημαντικών έργων τέχνης στην Κωνσταντινούπολη και τις επαρχίες της Μικράς Ασίας και Ελλάδας και τη φυγή πολλών ζωγράφων στην Ιταλία. Η δεύτερη είχε ως συνέπεια τον διαμελισμό της αυτοκρατορίας και τη μετανάστευση ζωγράφων στο ισχυρότερο ορθόδοξο κράτος της εποχής, τη Σερβία.

 

Η πρώτη φάση είναι περίοδος συγκρότησης και σχηματισμού της βυζαντινής τέχνης. Η βυζαντινή τέχνη της περιόδου αυτής φθάνει στη μεγαλύτερη ακμή της τον 6ο αιώνα, επί Ιουστινιανού Α'. Το μέγιστο επίτευγμά της είναι ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη και τα λαμπρά εντοίχια ψηφιδωτά, που λόγω της εικονομαχίας, σώθηκαν μόνο στην περιφέρεια (Ρώμη, Ραβέννα, Νεάπολη, Μιλάνο, Παρέντζο, Θεσσαλονίκη, Σινά, Κύπρος).

 

Στην Κύπρο η εξέλιξη της βυζαντινής τέχνης ακολούθησε κάπως διαφορετική πορεία, παρ' όλο που έμεινε πάντα στη σφαίρα της άμεσης επιρροής της τέχνης της Κωνσταντινουπόλεως. Η πρώτη περίοδος της βυζαντινής τέχνης στην Κύπρο αρχίζει από τα τέλη του 4ου αιώνα και τελειώνει στα μέσα του 7ου αιώνα, με τις πρώτες αραβικές επιδρομές. Στην αρχιτεκτονική κατά την περίοδο αυτή επικρατεί ο ρυθμός της ξυλόστεγης βασιλικής (βλέπε λήμμα αρχιτεκτονική). Δεν έχουν βρεθεί, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, περίκεντρα κτίρια με λιθόκτιστους θόλους. Στη ζωγραφική, μέχρι πρόσφατα, διατηρούνταν τρεις αψίδες με εντοίχια ψηφιδωτά ενσωματωμένα σε ναούς της Μέσης Βυζαντινής περιόδου: Η αψίδα του ναού της Παναγίας Κανακαρίας στη Λυθράγκωμη, η αψίδα του ναού της Παναγίας Κυράς στο Λειβάδι και η αψίδα του ναού της Παναγίας Αγγελόκτιστης στο Κίτι. Δυστυχώς το 1979 οι Τούρκοι αφαίρεσαν και κατέστρεψαν τα ψηφιδωτά της αψίδας της Παναγίας Κανακαρίας και λίγο αργότερα κατέστρεψαν και το ψηφιδωτό της αψίδας της Παναγίας Κυράς. Έτσι σήμερα σώζεται μόνο το ψηφιδωτό της Παναγίας Αγγελόκτιστης στο Κίτι. Και τα τρία αυτά ψηφιδωτά χρονολογούνται στον 6ο αιώνα. Αρχαιότερο, της εποχής του Ιουστινιανού, είναι το ψηφιδωτό της Κανακαρίας, ενώ τα δυο άλλα μπορούν να χρονολογηθούν στα τέλη του 6ου αιώνα. Από απόψεως τέχνης το ψηφιδωτό της Αγγελόκτιστης είναι σημαντικότερο. Αντίθετα, από εικονογραφικής απόψεως, σημαντικότερο ήταν το ψηφιδωτό της Παναγίας Κανακαρίας. Ένα άλλο μικρό ψηφιδωτό, σε κακή όμως κατάσταση, βρέθηκε σε μια κόγχη σε παρεκκλήσι της βασιλικής του Κουρίου και σήμερα βρίσκεται στο τοπικό μουσείο Κουρίου στην Επισκοπή. Από τον 6ο αιώνα σώζεται και η μοναδική πρωτοβυζαντινή τοιχογραφία της Κύπρου στο υπόγειο αγίασμα του Νικόδημου στη Σαλαμίνα. Πρόκειται για νειλοτική σκηνή με υδρόβια φυτά και πτηνά πάνω από την οποία, στο κέντρο, εικονίζεται η μορφή του Χριστού, όπως και στις λεγόμενες αχειροποίητες εικόνες του Χριστού (Άγιον Μανδήλιον, Άγιον Κεραμίδιον).

 

Κατά την πρώτη αυτή περίοδο αναπτύχθηκε στην Κύπρο και η γλυπτική, όπως φαίνεται από το αγαλματίδιο της Αιλίας Φλακίλλας που σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι, τις τράπεζες προσφορών με ανάγλυφες παραστάσεις (θυσία του Αβραάμ, στο Κυπριακό Μουσείο) και μαρμάρινη λεκάνη με σκηνές κυνηγίου κλπ., που βρήκε η Αρχαιολογική Αποστολή της Λυών στη Σαλαμίνα, και σήμερα είναι άγνωστη η τύχη της, τα επιπεδόγλυφα της βασιλικής του Κουρίου (σήμερα στο μουσείο της Επισκοπής) και τα γύψινα ανάγλυφα με σκηνές κυνηγίου από το παρεκκλήσι της βασιλικής της Αμαθούντος κ. ά.

 

Μεγάλη ανάπτυξη είχε στην Κύπρο την εποχή αυτή και η αργυροχοΐα και χρυσοχοΐα. Εκτός από τα κοσμήματα (βραχιόλια, περιδέραια, ενώτια, δακτυλίδια) που βρίσκονται σκόρπια σε διάφορα μουσεία της Ευρώπης και της Αμερικής, πολύ σημαντικό είναι ένα χρυσό κύπελλο με προσωποποιήσεις της Ρώμης, της Κωνσταντινουπόλεως, της Αλεξανδρείας και της Κύπρου, που βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Πολύ γνωστοί σαν έργα τέχνης είναι οι ασημένιοι δίσκοι της Λάμπουσας, που χρονολογούνται στον 7ο αιώνα, με έκτυπες παραστάσεις από τη ζωή του Δαβίδ. Οι δίσκοι αυτοί βρίσκονται σήμερα στο Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης και το Κυπριακό Μουσείο. Εξάλλου στο Βρεττανικό Μουσείο, από τους θησαυρούς της Λάμπουσας βρίσκονται ασημένιοι δίσκοι με παράσταση αγίου (άγιος Σέργιος;) και δίσκοι με διάκοσμο από niello, ασημένια κουτάλια και ασημένιο θυμιατήριο με μορφές ιερών προσώπων. Από την περίοδο αυτή σώζεται και το μοναδικό κυπριακό ανάγλυφο σε ελεφαντόδοντο με τη μορφή του αποστόλου Πέτρου (;) που σήμερα είναι ενσωματωμένο σε αντιμήνσιο του 17ου αιώνα, που φυλάγεται στο μοναστήρι του Κύκκου.

 

Η Κύπρος δεν επηρεάσθηκε από την εικονομαχία. Αντίθετα έγινε το κέντρο των εικονοφίλων, όπως αναφέρουν διάφορες βυζαντινές πηγές. Ενώ όμως δεν υπέφερε από την καταστροφή των ζωγραφικών παραστάσεων από τους εικονομάχους, υπέστη τα δεινά των επανειλημμένων αραβικών επιδρομών κατά την περίοδο 649-965 μ.Χ., με αποτέλεσμα την καταστροφή των ναών και του διακόσμου των, και την εξαφάνιση των έργων τέχνης της εποχής (ιερά σκεύη, χειρόγραφα κλπ.). Από την περίοδο αυτή σώζονται οι ερειπωμένες καμαροσκέπαστες βασιλικές της Αφέντρικας και Συκάδας του Ριζοκαρπάσου και της Αγίας Βαρβάρας στην Κορόβια. Στο τέλος της περιόδου αυτής εμφανίζονται και οι πολύτρουλλοι ναοί (Αγία Παρασκευή Γεροσκήπου, Άγιος Επιφάνιος στη Σαλαμίνα, Άγιος Λάζαρος, Απόστολος Βαρνάβας). Στα δυο εσωρράχια των τόξων της βόρειας τοξοστοιχίας της βασιλικής της Αγίας Βαρβάρας σώζεται τοιχογραφία με καθαρά διακοσμητικό θέμα του 8ου ή 9ου αιώνα. Στον 9ο αιώνα μπορούν να χρονολογηθούν και οι τοιχογραφίες του καμαροσκέπαστου ναού της Αγίας Σολομονής στην Κώμη του Γιαλού, η τεχνοτροπία των οποίων, όμως, είναι ξένη προς τη βυζαντινή τέχνη. Αντίθετα οι τοιχογραφίες που σώθηκαν στο λαξευτό παρεκκλήσι της Αγίας Μαύρης στη Χρυσοκάβα (Κερύνεια), και που μπορούν να χρονολογηθούν στον 9ο ή τις αρχές του 10ου αιώνα, είναι μέσα στο κλίμα της βυζαντινής τέχνης και από τις πιο σημαντικές της εποχής τους. Στην ίδια περίοδο ανήκουν και οι διακοσμητικές τοιχογραφίες του τρούλλου του ναού της Αγίας Παρασκευής στη Γεροσκήπου.

 

Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο η κλίμακα των ναών μικραίνει. Η επικράτηση του περίκεντρου ναού είχε ως αποτέλεσμα και τη θεολογική ερμηνεία των μερών του ναού και την ανάλογη διάταξη των τοιχογραφιών του. Την περίοδο αυτή επικρατεί ο τύπος του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλλο ναού, ενώ εισάγεται για πρώτη φορά και ο οκταγωνικός. Παράλληλα παρουσιάζονται και άλλοι τύποι μικρών ναών. Η εσωτερική διάρθρωση, η μορφή και η τοιχοδομία των ναών αυτών ποικίλλει κατά περιοχές. Στην Κύπρο την περίοδο αυτή επικρατεί ο απλός τετράστυλος εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλλο, ο μονόκλιτος με τρούλλο και ο νησιώτικος οκταγωνικός, χωρίς να παραλείπονται και οι μικροί καμαροσκέπαστοι ναοί. Όλοι οι ναοί της περιόδου αυτής είναι περιορισμένων διαστάσεων.

 

Στη ζωγραφική παρουσιάζεται μια αναγέννηση μετά την εικονομαχία και από την περίοδο αυτή σώζονται εξαίρετα ψηφιδωτά και τοιχογραφίες και πλούσια εικονογραφημένα χειρόγραφα. Στην Κύπρο μετά την οριστική απελευθέρωση από τους Άραβες το 965 μ.Χ. και την καταστολή των επαναστάσεων του 11ου αιώνα, οι Βυζαντινοί διοικητές και άλλοι αξιωματούχοι της επαρχίας κτίζουν ναούς τους οποίους διακοσμούν με σημαντικές τοιχογραφίες. Στον Άγιο Νικόλαο της Στέγης σώζονται τοιχογραφίες του 11ου και 12ου αιώνα. Ο Ευμάθιος Φιλοκάλης* ιδρύει στις αρχές του 12ου αιώνα το παρεκκλήσι της Αγίας Τριάδος στο μοναστήρι Χρυσοστόμου και το διακοσμεί με εξαίρετης τέχνης τοιχογραφίες. Εξαιρετικές τοιχογραφίες από τις αρχές του 12ου αιώνα σώζονται και στην Ασίνου, την Παναγία του Τρικώμου, την Αψινθιώτισσα, την Αφέντρικα του Κουτζοβέντη και την Αγία Άννα στα Καλλιάνα. Λίγο αργότερα χρονολογούνται και οι τοιχογραφίες της Αγίας Μαύρης του Ριζοκαρπάσου, του Αγίου Γεωργίου του Σακκά και της Αγίας Μαρίνας Γιαλούσας. Το 1183 ο ζωγράφος Θεόδωρος Αψευδής ζωγραφίζει το κελλί του αγίου Νεοφύτου στην Εγκλείστρα και το 1192 άγνωστος ζωγράφος ζωγραφίζει το ναό της Παναγίας του Άρακος στα Λαγουδερά. Λίγα χρόνια προηγουμένως ένας άλλος εξαίρετος ζωγράφος ζωγραφίζει την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στο Πέρα Χωριό. Από τη Μέση Βυζαντινή περίοδο σώζονται και εξαίρετες φορητές εικόνες στην Κύπρο όπως ο Πρόδρομος από την Ασίνου, ο Χριστός και η Παναγία του Άρακος που σήμερα βρίσκονται στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ', ο Χριστός και η Παναγία της Εγκλείστρας του αγίου Νεοφύτου κ.ά.

 

Από την περίοδο αυτή σώζεται στην Κύπρο κι ένα ευαγγέλιο, το ευαγγέλιο της Επτακώμης που διασώζει μικρογραφίες των ευαγγελιστών Μάρκου και Λουκά. Ένα άλλο πολύ σημαντικό ευαγγέλιο με μικρογραφίες, που βρισκόταν στη μητρόπολη Κιτίου στη Λάρνακα, κλάπηκε στο πραξικόπημα του 1974. Πολλά όμως κυπριακά χειρόγραφα με μικρογραφίες σώζονται σε βιβλιοθήκες της Ευρώπης και της Αμερικής.

 

Η κατάληψη της Κύπρου από τους Σταυροφόρους και η δημιουργία του Φραγκικού βασιλείου στην Κύπρο (1192-1489) είχε ως αποτέλεσμα να διακοπούν οι άμεσοι δεσμοί της Κύπρου με την Κωνσταντινούπολη. Έτσι η Κύπρος δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει από κοντά την τελευταία φάση της βυζαντινής ζωγραφικής, την Παλαιολόγεια Αναγέννηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκόπηκε εντελώς από τη βυζαντινή τέχνη. Ενώ όμως έχει να παρουσιάσει σημαντικά δείγματα άμεσα επηρεασμένα από την τελευταία φάση της βυζαντινής τέχνης (τοιχογραφίες στον Άγιο Αντώνιο στα Κελλιά, στο Σταυρό στο Πελέντρι, στο Σταυρό στην Ανώγυρα, την εξωτερική πλευρά του βόρειου τοίχου της Παναγίας του Μουτουλλά κ.ά.) ταυτόχρονα επηρεάζεται και από παλαιά ανατολικά στοιχεία και από την τέχνη των Σταυροφόρων (τοιχογραφίες καθολικού μονής Λαμπαδιστή, Παναγίας του Μουτουλλά κ.ά). Ιδιαίτερο χαρακτήρα έχουν πολλές τοιχογραφίες του 14ου και 15ου αιώνα όπως οι τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Δημητριανού στο Δάλι (1317), του Αγίου Γεωργίου στο ίδιο χωριό, του νάρθηκα της Ασίνου (1332/3) και του κεντρικού τμήματος του ίδιου ναού κ.ά. Ο ίδιος δυαλισμός παρατηρείται και στην τέχνη των φορητών εικόνων. Ενώ από τη μια παρατηρείται άμεση σχέση με τη βυζαντινή τέχνη της εποχής (Κοίμηση Πεδουλά, Σταύρωση Αγίου Λουκά, Βάπτιση του Χριστού της Χρυσαλινιώτισσας, απόστολος Πέτρος, Πρόδρομος και άγγελοι από τη Χρυσαλινιώτισσα, Αποκαθήλωση από τον Καλοπαναγιώτη, Παναγία Φανερωμένη τώρα στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, Ελκόμενος στο Σταυρό στο Πελέντρι, εις Άδου Κάθοδος από το Μονάγρι και τώρα στη μητρόπολη Λεμεσού κ.α.) ταυτόχρονα παρουσιάζονται και εικόνες με ιδιάζοντα κυπριακά χαρακτηριστικά (Αγία Μαρίνα από τον Πεδουλά, εις Άδου Κάθοδος από τον Καλοπαναγιώτη, Άγιος Νικόλαος Στέγης κ.α. στο Βυζαντινό Μουσείο Ιδρύματος Αρχ. Μακαρίου, Αγία Μαρίνα στο Βυζαντινό Μουσείο Πάφου κ.ά.).

 

Τον 15ο αιώνα δημιουργείται στην Κύπρο ιδιαίτερη σχολή, παράλληλη με την Κρητική που φθάνει σε μεγάλη ακμή το πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Αυτό οφείλεται στο συνδυασμό της βυζαντινής παράδοσης, που ενισχύεται από τους πρόσφυγες που καταφεύγουν στο νησί μετά την άλωση της Πόλης, και της ιταλικής Αναγέννησης. Σε πολλές περιπτώσεις επικρατεί είτε το βυζαντινό (π.χ. Αγία Χριστίνα Ασκά [1518]) είτε το ιταλικό στοιχείο (π.χ. παρεκκλήσι Λαμπαδιστή, Ποδίθου [1502]) είτε και αποκτά, ιδιάζοντα χαρακτήρα (Αγία Παρασκευή Γεροσκήπου, Χρυσελεούσα Έμπας, Άγιος Μάμας Λουβαρά, Σταυρός Αγιασμάτι, Μεταμόρφωση Παλαιχωριού, Παναγία του Κάμπου Χοιροκοιτίας, Άγιος Γεώργιος Ξυλοφάγου κ. α.). Οι σημαντικότερες όμως τοιχογραφίες της Κυπριακής σχολής είναι εκείνες του καθολικού του μοναστηριού του Αγίου Νεοφύτου.

 

Η Κυπριακή σχολή έχει δώσει και εξαίρετες φορητές εικόνες όπως η Μεγάλη Δέηση και οι εικόνες του Δωδεκαόρτου του τέμπλου του καθολικού του μοναστηριού του Αγίου Νεοφύτου, το Δωδεκάορτον του τέμπλου του παρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή στο ομώνυμο μοναστήρι, το Δωδεκάορτον του καθολικού στο Πελέντρι, η Μεγάλη Δέηση του ναού του Προδρόμου στον Ασκά και της Παναγίας στο Πολέμι, οι εικόνες του ζωγράφου Τίτου και πλήθος εικόνων που βρίσκονται είτε στα Βυζαντινά Μουσεία της Λευκωσίας και της Πάφου είτε σε διάφορες εκκλησίες σ' όλη την Κύπρο.

 

Η κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους το 1570-1571 είχε ως αποτέλεσμα την παρακμή της βυζαντινής τέχνης στην Κύπρο. Ενώ εξακολουθεί η παραγωγή φορητών εικόνων, η μνημειακή ζωγραφική βαθμιαία εγκαταλείπεται. Αναβιώνει πρόσκαιρα τον 18ο αιώνα (καθεδρικός ναός Αγίου Ιωάννη στη Λευκωσία, καθολικό μοναστηριού Αρχαγγέλου Αναλιόντα, καθολικό μοναστηριού Αγίου Ηρακλειδίου, ναός Παναγίας στους Καπέδες, ναός Αγίου Γεωργίου Ξυλοφάγου). Η κάθοδος στην Κύπρο του Κρητικού ζωγράφου Ιωάννη Κορνάρου στα τέλη του 18ου αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη εγκατάλειψη της βυζαντινής τέχνης και την οριστική παρακμή της.

 

Αθ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image