Έτσι ονομάζεται στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα η στρογγυλεμένη από την τριβή πέτρα του ποταμού ή της θαλάσσιας ακτής. Η λέξη βυζάτζ'ιν υποδηλώνει την μικρού μεγέθους πέτρα, ενώ η λέξη βύζακος την μεγάλου μεγέθους. Ο σωρός από βυζάτζ'ια λέγεται τσ'ιακκίλιν (το).
Η λέξη βυζάκα παράγεται ίσως από την αρχ. βύζω (= γεμίζω), απ' όπου και βυζός (= συμπαγής, φουσκωμένος), που δίνει και τις επίσης κυπριακές λέξεις βύζος (= μεγάλος μαστός), βυζίν (= μαστός), κλπ.
Η λέξη βυζάκαις (οι) απαντάται στο Χρονικόν του Λεοντίου Μαχαιρά, με την έννοια των ακατέργαστων λίθων, πράγμα που σημαίνει ότι η λέξη είχε την ίδια περίπου χρήση και κατά τον Μεσαίωνα στην Κύπρο.