Η λέξη βρύση, από το αρχ. βρύω (= αναβλύζω) υποδηλώνει το μέρος εκείνο στο οποίο υπάρχει νερό που αναβλύζει από φυσική πηγή. Επίσης η ίδια λέξη υποδηλώνει και το τεχνικό κατασκεύασμα από το οποίο τρέχει νερό, δηλαδή την κρήνη. Η κρήνη, στην Κύπρο, ήταν συνήθως πέτρινη καμαρωτή κατασκευή στην πλατεία ή σε άλλο σημείο των χωριών αλλά και των πόλεων, και σε πολλές περιπτώσεις ήταν και η μοναδική πηγή προμήθειας νερού. Ως εκ τούτου, η βρύση ήταν ζωτικής σημασίας εγκατάσταση στα χωριά και στις πόλεις, για πάρα πολλούς αιώνες και μέχρι τα εντελώς πρόσφατα χρόνια. Μόνο περί τα μέσα του 20ού αιώνα άρχισε να εγκαταλείπεται η κοινή βρύση, όταν πια άρχισαν να γίνονται εγκαταστάσεις πόσιμου νερού σε κάθε σπίτι.
Η βρύση αποτελούσε το κέντρο συνάντησης των γυναικών του χωριού και της πόλης, που πήγαιναν εκεί για να γεμίσουν τις κούζες ή τα σταμνιά τους, και σαν τέτοια, έχει χρησιμοποιηθεί ως σημαντικό στοιχείο στην κυπριακή λαογραφία αλλά και έχει πολυτραγουδηθεί. Στη βρύση οδηγούσαν οι χωρικοί και τα ζώα τους για να πιουν.
Πασίγνωστες βρύσες είναι, μεταξύ άλλων, η περίφημη Βρύση του Κάουρα στον Αγρό, και η Βρύση των Πεγειώτισσων στο χωριό Πέγεια της Πάφου. Η τελευταία είναι σε όλους γνωστή από το παλαιό ομώνυμο κυπριακό τραγούδι:
Η Βρύση των Πεγειώτισσων
εν με τες καμαρούες,
τζ'αί πάσιν τζ'αί γεμώννουοιν
ούλλον μαυρομματούες.
Η Βρύση των Πεγειώτισσων
εν με το σ'εντρουβάνιν,
τζ' από 'σ'ει πόνον στην καρκιάν
ας πάει να πκιει να γιάνει.
Η Βρύση των Πεγειώτισσων
εγέμωσεν αβτέλλες,
μα το νερόν της εν καλόν
φκάλλ' όμορφες κοπέλλες.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια