Βρούτος Μάρκος Ιούνιος Marcus Junius Brutus

Image

Ρωμαίος ευγενής, γόνος της γνωστής οικογένειας των Βρούτων, αρχηγός των συνωμοτών που δολοφόνησαν τον Ιούλιο Καίσαρα τον Μάρτιο του 44 π.Χ. Γεννήθηκε στη Ρώμη το 85 π.Χ. και πέθανε κοντά στους Φιλίππους της Μακεδονίας τον Οκτώβριο του 42 π.Χ , αυτοκτονώντας με το ξίφος του μετά την ήττα των στρατευμάτων του από τις δυνάμεις του Μάρκου Αντωνίου και του Οκταβιανού Αυγούστου, υιοθετημένου γιου του Ιουλίου Καίσαρος.

 

Ο Μάρκος Βρούτος, γιος του Μάρκου Ιουνίου Βρούτου και της Σερβιλίας, αδελφής του φιλοσόφου Κάτωνος, νυμφεύθηκε την κόρη του τελευταίου, την Πορκία. Τρέφοντας αγάπη προς τα γράμματα και τη φιλοσοφία, με προτίμηση στους πλατωνικούς φιλοσόφους, επεσκέφθη δυο φορές την Αθήνα: το 65 π.Χ. και στην περίοδο μεταξύ 58 και 51 π.Χ. Το 58 π.Χ. εστάλη για ειδική αποστολή στην Κύπρο.

 

Σχετικά με την επίσκεψή του στην Κύπρο, έχουμε πληροφορίες κυρίως από τον Πλούταρχο, τόσο στον Βίο του Κάτωνος όσο και στον Βίο του ίδιου του Βρούτου. Η αποστολή του εντάσσεται στο πλαίσιο του αυξανόμενου ενδιαφέροντος της Ρώμης για τα πράγματα στην Ανατολή, και κυρίως στην ανάμειξή της στις έριδες των αδελφών Πτολεμαίων Φύσκωνος και Φιλομήτορος με επίκεντρο την Κύπρο. Παίρνοντας αφορμή από ένα επεισόδιο εναντίον ενός Ρωμαίου πολίτη, του Πόπλιου Κλαύδιου Πούλχερ, η ρωμαϊκή σύγκλητος αποφάσισε την κατάληψη της Κύπρου το 58 π.Χ. Συγκεκριμένα ο Πόπλιος Κλαύδιος είχε συλληφθεί από πειρατές που ζητούσαν λύτρα για την απελευθέρωσή του και είχε απευθυνθεί στον βασιλιά της Κύπρου Πτολεμαίο τον Κύπριο. Ο τελευταίος του απέστειλε, από τσιγκουνιά, δυο μόνο τάλαντα, που θεωρήθηκαν ποσό προσβλητικό. Όταν ο Πόπλιος Κλαύδιος κατόρθωσε ν' απελευθερωθεί, ζήτησε από τη ρωμαϊκή σύγκλητο την κατάληψη της Κύπρου. Κατά της Κύπρου απεστάλη ο Κάτων, χωρίς στρατό, και με άλλη παράλληλη αποστολή στο Βυζάντιο, με ενέργειες του πολιτικού του αντιπάλου Κλωδίου, που ήθελε να τον απομακρύνει από τη Ρώμη. Ο Κάτων πήγε αρχικά στη Ρόδο. Απ' εκεί έστειλε στην Κύπρο έναν φίλο του, τον Κανίδιο, με σκοπό να πείσει τον Πτολεμαίο να παραδοθεί, παραιτούμενος και από τον θρόνο, και με αντάλλαγμα το αξίωμα του αρχιερέα της Αφροδίτης στην Πάφο, αξίωμα που θα του εξασφάλιζε και τιμές και εισοδήματα για να ζει άνετα. Ο Πτολεμαίος δεν απεδέχθη την πρόταση του Κάτωνος, αλλά ούτε και θέλησε ν' αντισταθεί υπερασπιζόμενος την Κύπρο. Προτίμησε ν' αυτοκτονήσει με δηλητήριο.

 

Μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου, κι επειδή υπήρχε και διάδοση ότι άφησε πεθαίνοντας μεγάλη περιουσία, ο Κάτων διεμήνυσε από τη Ρόδο στον ανεψιό του Βρούτο, που βρισκόταν στην Παμφυλία, να πλεύσει αμέσως στην Κύπρο. Ο ίδιος ο Κάτων πήγε στο Βυζάντιο. Ο Βρούτος, όπως σημειώνει ο Πλούταρχος, έπλευσε στην Κύπρο απρόθυμα, γιατί εκτιμούσε τον Κανίδιο που βρισκόταν ήδη στο νησί και χειριζόταν την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, αλλά και γιατί μια τέτοια ευθύνη και οικονομική διαχείριση δεν τη θεωρούσε κατάλληλη για τον εαυτό του.

 

Ωστόσο ήλθε στην Κύπρο και χειρίστηκε την κατάσταση αρκετά καλά ώστε να επαινεθεί από τον Κάτωνα. Ο τελευταίος, αφού εκτέλεσε την αποστολή που του είχε ανατεθεί στο Βυζάντιο (να ξαναφέρει στην πόλη τους Βυζαντινούς εξόριστους και να τους συμφιλιώσει με τους αντιπάλους τους) ήλθε κι αυτός στην Κύπρο. Στο νησί ξεπούλησε την περιουσία του βασιλιά Πτολεμαίου και συγκέντρωσε περί τις 7.000 αργυρά τάλαντα τα οποία έστειλε στη Ρώμη. Η Κύπρος, μετά την κατάληψή της από τον Κάτωνα, απετέλεσε τμήμα της ρωμαϊκής επαρχίας της Κιλικίας.

 

Μια άλλη σχέση του Μάρκου Βρούτου προς την Κύπρο και, ιδιαίτερα, προς τη Σαλαμίνα, έχει διασωθεί στις επιστολές του Ρωμαίου ρήτορα Κικέρωνος προς τον φίλο του Αττικό, το 50 π.Χ., όταν ο Κικέρων υπηρετούσε ως διοικητής της ρωμαϊκής επαρχίας της Κιλικίας, στην οποία διοικητικά είχε υπαχθεί και η Κύπρος.

 

Από τις επιστολές του Κικέρωνος μαθαίνουμε ότι οι κάτοικοι της Σαλαμίνος είχαν πάρει από τη Ρώμη ένα δάνειο με τρομακτικά υψηλό τόκο (48%), που δημιούργησε τελικά παρεξηγήσεις και ταραχές, με αποτέλεσμα να επέμβει το ιππικό των Ρωμαίων κατά των αρχών της κυπριακής πόλης. Όπως αποκαλύπτεται στις επιστολές, δανειστής των Σαλαμίνιων ήταν ο πανίσχυρος, τότε, Μάρκος Βρούτος. Ο τελευταίος αναφέρεται ότι φυλάκισε την γερουσία (βουλή) της Σαλαμίνος στο οίκημά της, επειδή καθυστερούσε η αποπληρωμή του χρέους της πόλης προς αυτόν, με αποτέλεσμα να πεθάνουν από πείνα πέντε βουλευτές.