Άκμασε κατά τον 7ο αιώνα μ.Χ. Ασκήτευσε στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, όμως περιόδευσε τη Συρία και την Αίγυπτο συζητώντας με αιρετικούς μοναχούς και ασκητές. Έγραψε αρκετά θεολογικά έργα όπως ο Οδηγός, Ερωτήσεις και Αποκρίσεις. Θεωρίαι αναγωγικαί εις την Εξαήμερον, Περί του κατ' εικόνα (αντιμονοθελητικό κείμενο), Δογματικόν Ανθολόγιον, Περί βλασφημίας. Λόγοι και Χρήσεις, Διηγήματα Ψυχωφελή. Τρία έργα του χάθηκαν, κι ανάμεσα σ' αυτά το Κατά Νεστορίου. Στηρίζεται για τη θεολογική του έρευνα στην Αγία Γραφή αλλά και στη λογική, σαν γνήσιος σχολαστικός του Μεσαίωνα. Αν και καταδικάζει τις αριστοτελικές κατηγορίες ως πηγή του Μονοφυσιτισμού, εντούτοις δέχεται τους αριστοτελικούς ορισμούς και την αλληγορία κατά τον Παύλο, τον Μέγα Βασίλειο, τον Κύριλλο Αλεξανδρείας και τον Ψευδοδιονύσιο Αρεοπαγίτη.
Το πρόβλημα της πατρότητας των έργων του Αναστασίου και της καταγωγής του είναι ακόμη άλυτο. Μερικοί τον συγχύζουν με άλλους Αναστασίους. Βάσει σημαντικών τεκμηρίων, ο Κ. Άμαντος (Σύντομος Ιστορία της Ιεράς Μονής του Σινά, 1953, σ. 24) τον θεωρεί με πολλή πιθανότητα Κύπριο. Πάντως είχε πυκνές σχέσεις με πολλούς Κυπρίους, τους οποίους κι αναφέρει σε έργα του και με τους οποίους διεξάγει θεολογικές συζητήσεις. Μερικές από τις ιδέες του για την τύχη της ψυχής του ανθρώπου μετά θάνατον, ομοιάζουν προς εκείνες του αββά Καϊουμά* που έζησε τον 7ο αι. στους Στύλλους Αμμοχώστου, και ειδικότερα η ιδέα ότι ο αμαρτωλός που μετανόησε και αμάρτησε ξανά και πέθανε αμαρτωλός, δεν υπάρχει βεβαιότητα εάν θα εσυγχωρείτο από τον Θεό ή όχι. Πολύ τον απασχόλησε επίσης η ευθύνη του Θεού για τον θάνατο των καλών και των κακών ανθρώπων καθώς και γι’ αυτή την ύπαρξη καλού και κακού στον κόσμο. Το πιθανότερο είναι ότι τόσο ο Αναστάσιος όσο κι ο Καϊουμάς και άλλοι θεολογούντες ασκητές του 7ου αιώνα μετέφεραν μέσω Κύπρου, στην οποία έζησαν ή από την οποία πέρασαν, ανατολικές θεολογικές ιδέες και αντιλήψεις.