Ο τελευταίος Βενετός καπετάνιος της Αμμοχώστου και της Κύπρου 1569-1571, πριν την κατάληψη της από τους Οθωμανούς.
Γεννήθηκε στις 21 Απριλίου 1523 στη Βενετία και πέθανε στις 17 Αυγούστου 1571. Μόλις ανέλαβε, λόγω του κινδύνου τουρκικής εισβολής με επίκεντρο την Αμμόχωστο, μαζί με τον Αστόρρε Βαγλιόνε επιδόθηκαν σε βελτίωση των προμαχώνων και των τειχών της Αμμοχώστου, αυξάνοντας τις αποθήκες πολεμοφοδίων και τα αποθέματά τους, καθώς και τις προμήθειες τροφίμων από την Καρπασία και τη Μεσαορία. Παράλληλα βάθυναν και πλάτυναν την τάφρο, έκτισαν οχυρά μέσα στα τείχη, κατεδάφισαν στην πόλη κάθε κτίριο που παρέβλαπτε την άμυνα, έκαψαν τα τρόφιμα που δεν μπορούσαν να συλλέγουν, κατέκοψαν τους κήπους στα νότια της πόλης και μετέφεραν τη ξυλεία στην πόλη, μεταβάλλοντας την περιοχή σε έρημο. Οι οχυρώσεις αυτές έκαναν την Αμμόχωστο να φαντάζει απόρθητη πόλη.
Κατά τον Μάιο του 1570 ο Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος με διακήρυξη κάλεσε όλους εκείνους που είχαν καταδικαστεί σε εξορία από την περιοχή της Αμμοχώστου (banditi) να επιστρέψουν και να αναλάβουν υπηρεσία στον στρατό με τον συνήθη μισθό· 300 άτομα αποδέχθηκαν και γύρισαν, ενώ άλλους 300 στρατολόγησε «εθελοντικά» από τα κτήματά του. Για να λύσει το πρόβλημα της ελλείψεως ρευστού χρυσού και αργυρού νομίσματος για την πληρωμή των στρατευμάτων, ο Βραγαδίνος έκοψε χάλκινα νομίσματα, βυζάντια, που θα ανταλλάσσονταν με ασήμι μετά τον πόλεμο. Όποιος αρνιόταν να τα δεχθεί ως πληρωμή οδηγείτο στην αγχόνη. Η αυστηρότητα του Μαρκαντώνιου Βραγαδίνου ως μέτρο διατηρήσεως υψηλού φρονήματος των πολιορκουμένων όταν η πολιορκία της πόλης άρχισε από τον Ιούνιο του 1570, υπήρξε παροιμιώδης. Όταν στις 30 Ιουλίου ένας Έλληνας ανήγγειλε εσφαλμένα τρομοκρατημένος στους πολίτες ότι στη μάχη σε μια έπαυλη κοντά στον Άγιο Σέργιο είχαν σφαγεί όλοι οι Χριστιανοί — ενώ σ' αυτήν ο Βαγλιόνε είχε μεγάλη επιτυχία — ο Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος διέταξε να του κόψουν τ' αυτιά, αλλά με παρέμβαση του Αστόρρε Βαγλιόνε του αφαίρεσαν μόνο το άλογο και τα όπλα του. Όταν οι αρχηγοί της λευκωσιάτικης άμυνας υπό την ηγεσία του Νικόλαου Δάνδολου μήνυσαν στον Αστόρρε Βαγλιόνε (αρχές Αυγούστου 1570) να αφήσει τη θέση του στην Αμμόχωστο και να σπεύσει με στρατό στην πρωτεύουσα, ο Βραγαδίνος διαφώνησε, γιατί θεωρούσε μάταιη την αποστολή βοήθειας στην ήδη χαμένη Λευκωσία, εξασθενίζοντας έτσι την ισχυρή Αμμόχωστο, αν κατόρθωνε να φθάσει ως την πρωτεύουσα, λόγω της τουρκικής ενημερώσεως για τους σκοπούς του μέσω κατασκόπων. Όταν ο Βαγλιόνε δοκίμασε, στις 10 Αυγούστου, να φύγει μεταμφιεσμένος και ανακαλύφθηκε, ο Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος απλώς του επέτρεψε να στείλει στη Λευκωσία τη συμβουλή του αντί να πάει ο ίδιος εκεί. Εξάλλου η φρουρά της Αμμοχώστου απετελείτο από ανθρώπους πτωχής ποιότητας και δεν μπορούσαν να την εξασθενίσουν περισσότερο με αφαίρεση δυνάμεων για τη Λευκωσία.
Όταν από τις αρχές Οκτωβρίου 1570 άρχισε ο όχι πολύ αποτελεσματικός αποκλεισμός του λιμανιού της Αμμοχώστου κατά θάλασσαν από τον τουρκικό στόλο υπό τον Πιαλή Πασά, και στην πόλη είχαν καταφύγει και μερικοί υπερασπιστές της Λευκωσίας (τελευταίος ήλθε ο πυροβολητής Λεονάρντο Ροσσέττι ντε Βερόνα, Ιανουάριος 1571) ο Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος με τον Βαγλιόνε εφάρμοσαν συστηματικά την τακτική της συχνής επιθετικής εξόδου κατά του εχθρού, προκαλώντας του βαρειές απώλειες, και για μεταφορά ξυλείας και προμηθειών στην πόλη, ή καταστροφή των εχθρικών οχυρώσεων, ή μεταφορά κοκκινοχώματος για στερεό κτίσιμο των οχυρώσεων της πόλης, ή (κατά τον Νέστορα Μαρτινέγκο) για συλλογή πληροφοριών, κάποτε σε μεγάλο βάθος στην ενδοχώρα της Μεσαορίας.
Οι ποικιλόμορφες πολεμικές και ψυχολογικές προσπάθειες των Τούρκων να πείσουν τους πολιορκουμένους να παραδοθούν, περιλάμβαναν πλαστά γράμματα δήθεν εξ ονόματός των προς την βενετική μητρόπολη. Γι' αυτό κατά τις 5 Νοεμβρίου 1570 με κοινή απόφαση των Μαρκαντώνιου Βραγαδίνου και Αστόρρε Βαγλιόνε ο επίσκοπος Ιερώνυμος Ραγκατσόνι έφυγε στη Βενετία με το πλοίο του Νικολάου Δονάτο για να ζητήσει βοήθεια επειγόντως αφού εκθέσει τα της αλώσεως της Λευκωσίας στις 9 Σεπτεμβρίου 1570. Όταν απέπλευσε επίσης για τη Δύση στις 26 Φεβρουαρίου 1571 ο ναύαρχος Μαρκαντώνιος Κουιρίνι, που είχε φθάσει με ενισχύσεις (1.700 άνδρες, πολεμοφόδια, τρόφιμα κλπ.) στα τέλη του Ιανουαρίου ο Βραγαδίνος και ο Βαγλιόνε οργάνωσαν το ίδιο βράδυ αιφνιδιαστική επίθεση κατά του εχθρού, αφού διέταξαν να κρυφτούν όλοι οι κάτοικοι και οι πολεμιστές, ώστε η πόλη να φαίνεται έρημη, ως αν ο πληθυσμός να είχε φύγει με τον Κουιρίνι. Ξαφνικά άνοιξαν γενικό πυρ και σκόρπισαν τον όλεθρο στους πολιορκητές που είχαν πλησιάσει στα τείχη.
Καθώς η κατάσταση στην Αμμόχωστο δυσκόλευε ολοένα και περισσότερο, ο Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος διέταξε στις 16 Απριλίου 1571 γενική απογραφή του πληθυσμού και έρευνα για προμήθειες σ' όλα τα σπίτια ˙ 5.370 άτομα κάθε ηλικίας και γένους που βρέθηκαν στην πόλη χωρίς τη θέλησή τους διετάχθησαν αρκετά καθυστερημένα να την εγκαταλείψουν άοπλα με όλα τους τα υπάρχοντα και σιτάρι και αλεύρι για μια μέρα μόνο. Κατά την έξοδό τους, που την επιτηρούσε ο ίδιος ο Βραγαδίνος στον πύργο Διαμάντε, παραδόξως κι αντίθετα προς ό,τι είχαν κάνει στην Κέρκυρα στα 1537, οι Τούρκοι δεν τους ενόχλησαν και τους άφησαν να σκορπιστούν στα γύρω χωριά.
Το αρχηγείο του Μαρκαντώνιου Βραγαδίνου βρισκόταν στον πύργο του Ανδρούτζη, απ' όπου στις 19 Μαΐου διηύθυνε την επιτυχή απόκρουση μεγάλης επίθεσης του εχθρού· ο στρατός και η ηγεσία του βρίσκονταν στα τείχη, διότι το εσωτερικό της πόλης επλήττετο νύχτα και μέρα άγρια από το τουρκικό πυροβολικό και ειδικά τους βασιλίσκους. Παρ' όλα αυτά και παρά τη σταδιακή υπονόμευση των τειχών από τους Αρμενίους και τους χωρικούς, στις 25 Μαΐου ο Λαλά Μουσταφά βρισκόταν σε δύσκολη θέση, αν και είχε άφθονες προμήθειες, λόγω των τρομακτικών απωλειών του στρατού του από την υπεράνθρωπα γενναία αντίσταση των πολιορκουμένων, που γέμιζε τους Τούρκους θαυμασμό, και των φημών ότι ο χριστιανικός στόλος ήταν στο δρόμο για την Κύπρο. Γι’ αυτό ο Τούρκος αρχιστράτηγος έστειλε μήνυμα στον Μαρκαντώνιο Βραγαδίνο μέσω ενός Γενιτσάρου, που ο Αστόρρε Βαγλιόνε εξαπέστειλε στον κύριό του. Στις 28 Μαΐου μια βενετική φρεγάτα έφερε μήνυμα από την Κρήτη και ξανάφυγε με απελπισμένα νέα μηνύματα των πολιορκουμένων για βοήθεια, που ήταν απαραίτητη λόγω των φοβερών καταστροφών των τειχών από τα τουρκικά κανόνια.
Κατά τη σκληρή σε έξι φάσεις τουρκική επίθεση στις 3 Ιουνίου ο Βαγλιόνε μετείχε ενεργά στην πολύωρη άμυνα, ενώ ο Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος και ο Κουιρίνι έμειναν στην εφεδρεία. Οι Τούρκοι αποκρούσθηκαν με 600 νεκρούς. Στις 4 Ιουνίου οι ηγέτες της άμυνας αναδιοργάνωσαν το σύστημα των αμυντικών θέσεων, αλλά ως το τέλος του Ιουνίου η τουρκική στρατιωτική υπεροχή ήταν καταφανής παντού, η έλλειψη τροφίμων και προμηθειών στην πόλη ήταν απελπιστική, κι ο πύργος του Ραβέλιν είχε σχεδόν καταληφθεί. Στις αρχές του Ιουλίου οι Τούρκοι προχωρούσαν νικητές σταθερά σε διάφορα σημεία των τειχών, προσπαθώντας με πλαστά γράμματα προς τους αρχηγούς και το λαό να τους πείσουν να παραδοθούν.
Μετά την πέμπτη γενική επίθεση, στις 14 Ιουλίου, η αποφασιστικότητα των πολιορκημένων άρχισε να κάμπτεται και ο επίσκοπος της Λεμεσού προσήλθε στον Βραγαδίνο και μπροστά στον Βαγλιόνε και άλλους αξιωματούχους παρουσίασε έκκληση του λαού, που εξαντλημένος δεν έβλεπε ελπίδα ανακούφισης από πουθενά. Διαπιστώνοντας τον περιορισμό των τροφίμων και των πολεμοφοδίων (για 10 μέρες μόνο) και του αριθμού των υπερασπιστών, και την καταστροφή των πιο πολλών τμημάτων του τείχους, ζητούσαν από τον Βραγαδίνο να διαπραγματευθεί παράδοση της πόλης εφ' όσον δεν έβλεπε πιθανότητα βοήθειας. Ο Βραγαδίνος ζήτησε από τον επίσκοπο να λειτουργήσει με βοηθό τον ίδιο. Έπειτα στρεφόμενος προς τον λαό, τους ευχαρίστησε για το θάρρος τους και την πίστη τους και τους διαβεβαίωσε ότι η μητρόπολη δεν θα τους εγκατέλειπε. Θα έστελλε φρεγάτα στην Κρήτη να ειδοποιήσει για την σοβαρότητα της κατάστασης και τους παρεκάλεσε να αντέξουν ακόμη 15 μέρες. Ο κόσμος ενθαρρύνθηκε και αποδέχθηκε την έκκληση με κραυγές. Η φρεγάτα εστάλη στις 14 Ιουλίου, αλλά αμέσως μετά η κατάσταση για τους ηρωικούς Αμμοχωστιανούς χειροτέρεψε πιο πολύ. Στις 28 Ιουλίου οι Τούρκοι πρότειναν συνάντηση, και ο Μουσταφά έστειλε γράμμα στον Βραγαδίνο ζητώντας του παράδοση με έντιμους όρους. Η απάντηση ήταν ότι: οι υπερασπιστές θα υπεράσπιζαν το φρούριο ίντσα προς ίντσα με το πυροβολικό ή με τα σπαθιά τους, αναλόγως των όπλων που θα χρησιμοποιούσε ο αντίπαλος. Μετά τη νέα άγρια γενική επίθεση στις 29 Ιουλίου ακολύθησε αγριότερη στις 30 και ακόμη πιο ανυποχώρητη στις 31 με πάρα πολλούς νεκρούς και στα δυο μέρη, αλλά και με αξιοθαύμαστη δύναμη αντιστάσεως των αμυνομένων, μπρος στην οποία οι Τούρκοι κάμφθηκαν. Ωστόσο οι στρατηγοί βλέποντας την αξιοθρήνητη κατάσταση των τειχών, αντελήφθησαν ότι το τέλος πλησίαζε και αποφάσισαν να παραδοθούν αν και ο Βραγαδίνος ετάχθη υπέρ της αντιστάσεως μέχρι του τελευταίου ανδρός και της τελευταίας σφαίρας.
Κατά την 1η Αυγούστου υψώθηκε λευκή σημαία από τον ίδιο τον Βραγαδίνο, αν και δεν συμφωνούσε μ' αυτό. Απεσταλμένος του Λαλά Μουσταφά διαμήνυσε ότι θ' άρχιζε διαπραγματεύσεις για ανακωχή, και διετάχθη κατάπαυση του πυρός από τους δυο αντιπάλους. Ο υπαρχηγός του Μουσταφά ζήτησε την παράδοση του φρουρίου και έπειτα απεσταλμένος του ήρθε στον πύργο Διαμάντε, όπου πήρε δυο ομήρους (Ματθαίο Γκόλφι και Ηρακλή Μαρτινέγκο), ενώ ο Βραγαδίνος και ο Βαγλιόνε υποδέχθηκαν το γιο του Μουσταφά με τη μεγάλη συνοδεία του από ιππείς. Οι όροι της παραδόσεως που υπεγράφησαν την 1η Αυγούστου 1571. Σημειώνουμε μόνο ότι ο Μουσταφά με γράμματα βεβαίωσε τους Χριστιανούς της Αμμοχώστου ότι θα μεσολαβούσε στο σουλτάνο για χάρη τους, και εξέφραζε προς τους Βραγαδίνο και Βαγλιόνε τον θαυμασμό του για την ανδρεία τους.
Όταν στις 3 Αυγούστου ύστερα από δυο μέρες «φιλίας» ο Βραγαδίνος έστειλε τον Νέστορα Μαρτινέγκο στον Λαλά Μουσταφά για να τον πληροφορήσει ότι θα του παρέδιδε τα κλειδιά της πόλης αφήνοντας υπεύθυνό της τον Λαυρέντιο Τιέπολο, και ζήτησε ακόμη δυο πλοία για τη μεταφορά των στρατιωτών του εκτός Κύπρου (στην Κρήτη) κατά τη συμφωνία, ο Λαλά Μουσταφά αποδέχθηκε με φιλοφρονήσεις, και κατά το βράδυ με συνοδεία την προσωπική του σωματοφυλακή ο Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος ξεκίνησε για την πικρή τελευταία του αποστολή, ντυμένος στα επίσημα, κόκκινα ενδύματα του αξιώματός του, περπατώντας υπό τη σκιά κόκκινης ομπρέλας. Μαζί του πήγαινε και ο Αστόρρε Βαγλιόνε, ο Λουδοβίκος Μαρτινέγκο, ο Ιωάννης Αντώνιος Κουιρίνι, αριθμός αξιωματικών, 50 στρατιώτες, κάπου 300 συνολικά Ιταλοί, Έλληνες και Αλβανοί. Κοντά στην έξοδο τους υποδέχθηκαν ανώτατοι Τούρκοι αξιωματικοί με ιππικό και με τελετουργική μεγαλοπρέπεια τους οδήγησαν στο στρατηγείο του αρχιστρατήγου τους. Οι Χριστιανοί αξιωματικοί όμως παρέδωσαν τα όπλα τους προτού μπουν στο στρατηγείο και οι ένοπλοι στρατιώτες αφόπλισαν τα ντουφέκια τους, ενώ ο Λαλά Μουσταφά τοποθέτησε ισχυρή δική του φρουρά γύρω. Οι ξένοι του από τώρα ήσαν ήδη αιχμάλωτοί του. Μετά από σύντομη φιλική συνομιλία ο αρχιστράτηγος ζήτησε όμηρο ως εγγύηση για την επιστροφή των πλοίων που δάνεισε στους παραδοθέντες για να φύγουν στην Κρήτη. Ο Βραγαδίνος αρνήθηκε λέγοντας ότι οι όροι της παραδόσεως δεν διελάμβαναν κάτι τέτοιο. Ο Μουσταφά ζήτησε ευθύς να μείνει ο Κουιρίνι ως όμηρος. Όταν ο Βραγαδίνος αρνήθηκε ο Μουσταφά εξεμάνη, και ζήτησε λόγο για την τύχη των Τούρκων αιχμαλώτων που είχαν μεταφερθεί μέσα στο φρούριο. Ο Βραγαδίνος είπε ότι μερικούς είχε, ενώ τους άλλους τους είχε στείλει στη Βενετία. Ο Μουσταφά ισχυριζόταν ότι ο Βραγαδίνος τους είχε σκοτώσει. Ο Βραγαδίνος υπεσχέθη να κάμει έρευνα στην πόλη και αρνήθηκε ότι περίσσεψαν προμήθειες και πολεμοφόδια που δεν παρεδόθησαν στους νικητές κατά τη συμφωνία (είχαν ήδη παραδοθεί 7 βαρέλια μπαρούτι). Ο αρχιστράτηγος τότε έξαλλος αναπήδησε και κραδαίνοντας μαχαίρι φώναξε: γιατί, σκύλε, κρατούσες το φρούριο αφού δεν διέθετες τα προς τούτο μέσα; Γιατί δεν παρεδόθης πριν από ένα μήνα ώστε να αποφευχθεί η απώλεια των 80.000 καλυτέρων ανδρών μου; Οι Χριστιανοί τότε δέθηκαν και ο Βραγαδίνος τρεις φορές υποχρεώθηκε να προτείνει τον λαιμό του για να τον αποκεφαλίσουν.
Κατά τις τουρκικές πηγές το θέμα των αιχμαλώτων είχε τεθεί και κατά την υπογραφή των όρων της παράδοσης και ο Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος είχε υποσχεθεί να λογοδοτήσει ο ίδιος γι’ αυτό. Εφ' όσον η παράδοση είχε υπογραφεί χωρίς να επιμένουν στο σημείο αυτό οι Τούρκοι, η ξαφνική οργή του πασά ήταν προφανώς προσχεδιασμένη. Ο Λαλά Μουσταφά με το χέρι του απέκοψε το δεξί αυτί του Βραγαδίνου και διέταξε ένα Τούρκο να κόψει το άλλο και τη μύτη του, βρίζοντάς τον. Έπειτα διέταξε τη σφαγή όλων των Χριστιανών που ήσαν στο στρατόπεδό του. Σώθηκε μόνο ο Ηρακλής Μαρτινέγκο και τρεις Έλληνες. Ύστερα από τον Βαγλιόνε αποκεφαλίστηκε ο Λουδοβίκος Μαρτινέγκο. Παρά την προσπάθεια του Λαλά Μουσταφά να τους εμποδίσει, μεγάλο πλήθος πήγε στην πόλη και στα πλοία και άρχισε να σφάζει και να ληστεύει και να αιχμαλωτίζει τους Χριστιανούς. Ύστερα από πολλή σφαγή (350 στο ίδιο το στρατόπεδο του Λαλά Μουσταφά) στις 8 Αυγούστου 1571 ο Τούρκος πασάς μπήκε θριαμβευτής στην πόλη και ο Βραγαδίνος έζησε ως την Παρασκευή, 17 Αυγούστου, γιορτή μωαμεθανική, οπότε ενώ ήταν σοβαρά άρρωστος υποχρεώθηκε να μεταφέρει βαριούς σάκους από χώμα και πέτρες κάνοντας τον γύρο των τειχών και να φιλά το χώμα κάθε φορά που περνούσε στο πλάι του ο Μουσταφά. Έπειτα σχεδόν νεκρός μεταφέρθηκε στο πλοίο του Αράπ Αχμέτ, που τον μυκτήρισε για την αδυναμία των Χριστιανών να στείλουν βοήθεια στην Αμμόχωστο, έχοντάς τον δεμένο σε μια καρέκλα. Σε μισή ώρα τον πήραν στην κεντρική πλατεία της πόλης, όπου τον εγύμνωσαν, τον έδεσαν σε κολώνα και τον έγδαραν ζωντανό (ο εκτελεστής ήταν Εβραίος). Ενώ ο Βραγαδίνος ξεψυχούσε ο Μουσταφά από το παλάτι, του ζήτησε να γίνει Μουσουλμάνος για να σωθεί και να γίνει ευνοούμενος του σουλτάνου. Για μισή ώρα ο Βραγαδίνος άντεξε το μαρτύριο ώσπου το μαχαίρι του Εβραίου έφθασε στη μέση. Τότε ξεψύχησε προσευχόμενος, η κεφαλή του απεκόπη, και το κορμί του κομματιάστηκε στα τέσσερα και μαζί με το κεφάλι και τα σπλάχνα τοποθετήθηκε στους πέντε προμαχώνες. Το δέρμα του γεμίστηκε με άχυρο και βαμβάκι, ντύθηκε με τα επίσημα ενδύματά του και κάτω από την κόκκινη ομπρέλα τον μετέφεραν με μια αγελάδα γύρω στα τείχη, στους δρόμους της πόλης, με ένα Τούρκο πλάι να φωνάζει στον κόσμο: χαιρετίστε τον κύριό σας και πάρτε από αυτόν την αμοιβή της πίστης σας και του μόχθου σας που σκορπίσατε στους τέσσερις ανέμους. Έπειτα με τις κεφαλές του Αστόρρε Βαγλιόνε, του Λουδοβίκου Μαρτινέγκο και του Ανδρέα Βραγαδίνου μεταφέρθηκαν στη συριακή ακτή και έπειτα στο Λαγιάτζο και στην Καραμανία, όπου διαπομπεύθηκαν, ωσότου μεταφέρθηκαν στην Αμμόχωστο στις 21 Σεπτεμβρίου.
Η ιστορική κριτική δέχεται ομόθυμα ότι η απερίγραπτη αυτή αγριότητα του Λαλά Μουσταφά ήταν προσχεδιασμένη και αποτέλεσμα ψύχραιμης αποφάσεως και αιμοδιψούς σαδιστικής διαθέσεως για εκδίκηση. Κανείς δεν δέχεται την άποψη των τουρκικών πηγών ότι ο Λαλά Μουσταφά ξαφνικά θύμωσε όταν ανακάλυψε την «σφαγή» των Τούρκων αιχμαλώτων από τον Βραγαδίνο και τα «βασανιστήρια» στα οποία είχαν υποβληθεί αυτοί, κατά την «ομολογία» του. Άλλη ερμηνεία της αγριότητας είναι η οργή του Μουσταφά για την παρρησία του Βραγαδίνου κατά τη συνάντησή τους και για την τόλμη και το θάρρος με το οποίο τον αντιμετώπισε καθώς και για την θριαμβευτική του πορεία από τα τείχη προς το στρατόπεδο του Λαλά Μουσταφά σαν να ήταν αυτός ο νικητής. Αργότερα το δέρμα του μετεφέρθη στη Βενετία και ετάφη με τιμές.
Κ.Π.ΚΥΡΡΗΣ