Μετά τον Λεόντιο Μαχαιρά, ο Γεώργιος Βουστρώνιος είναι ο δεύτερος σημαντικός Κύπριος μεσαιωνικός χρονογράφος. Το σύγγραμμα, εξάλλου, του Γεωργίου Βουοτρωνίου αποτελεί συνέχεια εκείνου του Λεοντίου Μαχαιρά, και τα δυο μαζί καλύπτουν ολόκληρη την περίοδο της Φραγκοκρατίας.
Ο Γεώργιος Βουστρώνιος υπολογίζεται ότι έζησε ανάμεσα στα 1430 και στα 1495 και το Χρονικόν του καλύπτει την περίοδο από το 1456 (δυο χρόνια πριν από τον θάνατο του βασιλιά της Κύπρου Ιωάννη Β' Λουζινιανού), μέχρι το 1489 (οπότε η Κύπρος υποτάχθηκε και τυπικά στη Βενετία κι αναχώρησε από το νησί η τελευταία βασίλισσα Αικατερίνη Κορνάρου). Το Χρονικόν του Λεοντίου Μαχαιρά τελειώνει με τον θάνατο του Ιωάννη Β', το 1458.
Ο Βουστρώνιος, όπως κι ο Μαχαιράς, αφηγείται σύγχρονα του γεγονότα, τα οποία ήταν σε θέση να παρακολουθεί και να γνωρίζει. Ενώ ο Μαχαιράς βρισκόταν στην υπηρεσία των Φράγκων κυριάρχων της Κύπρου, ο Βουστρώνιος ήταν ο ίδιος Καθολικός, φεουδάρχης και φίλος του βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβου Β' (1464-1473), νόθου γιου του Ιωάννη Β'. Στο Χρονικόν του, ο Ιάκωβος φέρει και την ονομασία Αποστόλες*.
Οι ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, είναι κυρίως όσες αναφέρει για τον εαυτό του ο ίδιος ο Βουστρώνιος στο έργο του. Έτσι, γνωρίζουμε ότι το 1458 είχε αναλάβει την αποστολή να μεσολαβήσει ώστε να ξεπεραστούν διάφορες παρεξηγήσεις μεταξύ του Αποστολές και της Αυλής της βασίλισσας Καρλόττας (1458-1464). Σε άλλο σημείο του έργου του, δίνει την πληροφορία ότι το 1458, μετά τη στέψη της Καρλόττας, πήγε στη Λευκωσία για να δηλώσει υποταγή σ' αυτήν, κι ότι συνελήφθη και κρατήθηκε για ένα διάστημα, πράγμα που σημαίνει ότι η βασίλισσα τον θεωρούσε αντίπαλό της, ως φίλο του Αποστόλες και υποστηρικτή του. Αργότερα, εξάλλου, δίνει και την πληροφορία ότι εκλήθη από την Καρλόττα σε απολογία, ίσως επειδή συμμετείχε ενεργά στις διάφορες ενέργειες του Αποστόλες κατά της βασίλισσας. Όταν τελικά ο Αποστόλες κατόρθωσε να στεφθεί βασιλιάς, με το όνομα Ιάκωβος Β', ο Βουστρώνιος ετάχθη στο πλευρό του με 200 οπλισμένους άνδρες του (ήταν τότε διοικητής του διαμερισματος των Αλυκών, περιοχή σημερινής Λάρνακας). Ο Ιάκωβος Β τίμησε αργότερα τον Γεωργιο Βουστρωνιο και τα μελη της οικογενείας του.
Στο Χρονικόν του ο Βουστρώνιος ονομάζει τον εαυτό του Τζωρτζή Πουστρούς ή Μπουστρούς. Σύμφωνα με στοιχεία της βιβλιοθήκης Μαρσιάνα της Βενετίας, που κατέχει τα δυο από τα τρία σωζόμενα αντίγραφα του έργου του Βουστρώνιου, ο πλήρης τίτλος του έργου του είναι:
Διήγησις κρόνικας Κύπρου ἀρχεύγοντα ἀπό τήν ἐχρονίαν αυνς' Χριστοῦ [1456] καί τελειώννοντα τήν ἐχρονίαν αυπα' Χριστοῦ[ 1481 ] πού ἐπῆγεν εἰς τήν Ἰταλίαν ἡ ρήγαινα ή Κατερίνα Κόρναρα.
Αυτός δεν ήταν, κατ’ ανάγκην, κι ο αρχικός τίτλος του έργου του Βουστρώνιου. Η δεύτερη χρονολογία που δίνεται στον τίτλο (1481) είναι λανθασμένη, αφού η Αικατερίνη Κορνάρου έφυγε από την Κύπρο για την Ιταλία το 1489. Για το λόγο αυτό, οι δυο τελευταίες παράγραφοι του Χρονικού, που δεν υπάρχουν στα δυο χειρόγραφα της Βενετίας αλλά υπάρχουν σε τρίτο χειρόγραφο που φυλάσσεται στο Λονδίνο, και που αφηγούνται γεγονότα μέχρι και το 1501, θεωρούνται μεταγενέστερες προσθήκες. Δεν είναι λοιπόν βέβαιο ότι ο Βουστρώνιος πέθανε μετά το 1501, όπως ισχυρίζονται μερικοί ερευνητές, με βάση τις δυο τελευταίες παραγράφους του έργου.
Το Χρονικόν του Βουστρώνιου σώθηκε σε τρία αντίγραφα, που όλα φαίνεται ότι έγιναν στις αρχές του 16ου αιώνα. Τα αντίγραφα είναι περίπου παρόμοια και, τουλάχιστον τα δυο της Βενετίας, πιθανό να είναι έργα του ίδιου αντιγραφέα. Είναι γραμμένα σε φύλλα χαρτιού διαστάσεων 21,4 Χ 15,6 εκ. Η κάθε σελίδα περιέχει 20 γραμμές κειμένου, σε μονή στήλη. Ο αρχαιότερος από τους τρεις αυτούς κώδικες, εκείνος της Βενετίας, γνωστός ως Graec. cl. VII, cod. XVII, αρχίζει με δυο κενές σελίδες. Το κείμενο αρχίζει στο φύλλο 3 και τελειώνει στο φύλλο 134.
Ο Βουστρώνιος αφηγήθηκε τα γεγονότα της εποχής του, γράφοντας στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα που υφίστατο τότε. Έτσι, το έργο του εκτός από σημαντική ιστορική πηγή, είναι και ανεκτίμητο γλωσσολογικό μνημείο της Κύπρου. Τόσο ο Βουστρώνιος όσο κι ο Μαχαιράς, έγραψαν στη γλώσσα που μιλούσε τότε ο λαός, που την εμπλούτισαν με πολλές ξένες λέξεις τις οποίες μεταποίησαν σε ελληνικούς τύπους. Και το μεν γράψιμο του Μαχαιρά διακρίνεται από μια πλούσια «αφέλεια», εκείνο δε του Βουστρώνιου από μια φυσική απλότητα που είναι πλησιέστερη προς τον προφορικό λόγο. Και των δυο τα κείμενα διακρίνονται από χάρη και ικανότητα αφήγησης.
Στα νεότερα χρόνια, πρώτος και μόνος μέχρι στιγμής ο Κωνσταντίνος Σάθας εξέδωσε το κείμενο του Βουστρώνιου στα 1873 (Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμος Β'). Ο Σάθας βασίστηκε κυρίως στα δυο χειρόγραφα της Βενετίας, τα οποία αντιπαρέβαλε κι αλληλοσυμπλήρωσε, συνθέτοντας ένα κείμενο.
Το έργο του Γεωργίου Βουστρώνιου, σε αγγλική μετάφραση, εκδόθηκε το 1964 από τον R.M. Dawkins και με χρηματοδότηση του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης. Η έκδοση αυτή είναι η πληρέστερη από αυτή του Σάθα γιατί χρησιμοποιήθηκαν και πηγές που ο τελευταίος δεν είχε υπόψιν.
Έκδοση του έργου του Γεωργίου Βουστρωνίου έγινε και το 1989, με επιμέλεια, σχόλια και σημειώσεις του Άντρου Παυλίδη, επίσης με ερμηνείες άγνωστων λέξεων και ευρετήριο (Α. Παυλίδης, Γεωργίου Βουστρωνίου, Διήγησις Κρόνικας Κύπρου ἀρχεύγοντα ἀπό τήν ἐχρονίαν αυνς' Χριστοῦ καί τελειώννοντα τήν ἐχρονίαν αυπα' Χριστοῦ πού ἐπῆγεν εἰς τήν Ἰταλίαν
ἡ ρήγαινα ἡ Κατερίνα Κορνάρα, ἐκδ. «Φιλόκυπρος», Λευκωσία, 1989).
Η πιο πρόσφατη έκδοση του έργου του Γεωργίου Βουστρωνίου (έκδοση κριτική, με εισαγωγή, γλωσσάρι, σχόλια, πίνακες) έγινε από τον Γιώργο Κεχαγιόγλου (έκδοση Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία, 1997).