Δερμάτινο σακίδιο που κρεμαζόταν στον ώμο και χρησίμευε κυρίως για μεταφορά φαγητού και ποτού σε βλασσ'ίν. Αν και εχρησιμοποιείτο και από γεωργούς, αμαξάρηδες, αγωγιάτες και άλλους, η βούρκα ήταν κυρίως απαραίτητο συμπλήρωμα του εξοπλισμού του Κυπρίου βοσκού.
Η γνήσια κυπριακή βούρκα κατασκευαζόταν από κατεργασμένο δέρμα κατσικιού ή προβάτου. Έφερε δυο δερμάτινους ιμάντες για να κρεμιέται στον ώμο, ενώ στο πάνω μέρος της έφερε σούρες που έκλειναν ή άνοιγαν το στόμιό της με τη βοήθεια των δυο ιμάντων. Στο πάνω μέρος της, καθώς και στο κάτω, διακοσμείτο με δερμάτινα κρόσσια. Πολλοί βοσκοί την επένδυαν με προβιά άσπρη και την διακοσμούσαν και με θαλασσινά κοχύλια και με μικρά κόκαλα ή σκαλιστά ξυλαράκια.
Σήμερα ελάχιστοι τεχνίτες κατασκευάζουν τέτοιες βούρκες, που αντικαταστάθηκαν πια με πλαστικά ή άλλου είδους σακίδια.
Επειδή η βούρκα κρεμαζόταν στον ώμο, τα χέρια παρέμεναν ελεύθερα. Ωστόσο οι κυνηγοί, προκειμένου να έχουν περισσότερη ελευθερία κινήσεων, έδιναν το σακίδιό τους σε ένα βοηθό τους, που λεγόταν γι’ αυτό βουρκάτορας (= ο μεταφορέας της βούρκας και, κατά γενίκευση, ο βοηθός).
Η λέξη προέρχεται μάλλον από τη λατινική bulga (= σακίδιο, θυλάκιο).
Αν και χρησίμευε και για μεταφορά διαφόρων άλλων αντικειμένων, η βούρκα ήταν κυρίως σακίδιο μεταφοράς φαγητού.
Πρβλ. και το λαϊκό στίχο:
Αντίναξεν την βούρκαν του τζ' ετάισεν τ' ασκέριν...