Βουνό- Vouno. Κατεχόμενο σήμερα χωριό της επαρχίας Κερύνειας στις νότιες πλαγιές του Πενταδάκτυλου, 10 περίπου χμ. στα βόρεια της Λευκωσίας. Τοποθετημένο πάνω στη γυμνή, άδεντρη νότια πλευρά του Πενταδάκτυλου, 380 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, το Βουνόν είναι ορατό από την πρωτεύουσα. Στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν ο φλύσχης της Κυθρέας, οι πλειστόκαινες αποθέσεις (αναβαθμίδες) και οι δολομιτικοί και άλλοι συμπαγείς κρυσταλλικοί ασβεστόλιθοι, ιδιαίτερα στα βόρεια. Πάνω στα πετρώματα αυτά ανεπτύχθησαν ξερορεντζίνες και τέρρα ρόζα όπου με μια μέση ετήσια βροχόπτωση 500 περίπου χιλιοστομέτρων καλλιεργούνταν πριν από την τουρκική εισβολή του 1974 σιτηρά, χαρουπιές και λίγες ελιές. Στα παλαιά χρόνια, ιδιαίτερα τον περασμένο αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, όπως αναφέρει ο Ι.Κ. Περιστιάνης, στο Βουνόν εκαλλιεργείτο, εκτός των πιο πάνω φυτών, και το βαμβάκι.
Βλέπε λήμμα: Βαμβάκι
Σε απόσταση μικρότερη των 2 χμ. το υψόμετρο στα βόρεια του οικισμού ανεβαίνει στα 950 μ. ενώ η μείωσή του στα νότια είναι ολιγότερο αισθητή. Όμως από την κορυφογραμμή του Πενταδάκτυλου ξεκινούν αρκετά ρυάκια που διαμελίζουν το τοπίο του Βουνού. Το σημαντικότερο είναι το Ρυάκι του Βλου που κυλά στα δυτικά μεταξύ του Βουνού και του χωριού Συγχαρί. Έτσι το γυμνό τοπίο είναι και διαμελισμένο από «ξερές» κοιλάδες.
Βλέπε λήμμα: Φάσλι
Το Βουνόν από την αρχή συνδύαζε τη γεωργία με την κτηνοτροφία. Ένα χρόνο πριν από την τουρκική εισβολή, στο χωριό εκτρέφονταν 422 πρόβατα, 269 κατσίκες και 47 βόδια (περισσότερο για αροτριάσεις). Σε μεταγενέστερο στάδιο το χωριό ασχολήθηκε με τα λατομεία. Όμως η Λευκωσία με τις εμπορικές, βιομηχανικές και διοικητικές της δραστηριότητες, πρόσφερε στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό του Βουνού εργοδότηση. Ο γεωγραφικός αυτός παράγοντας της γειτνίασης προς την πρωτεύουσα υπήρξε και ο κυριότερος συντελεστής της πληθυσμιακής ανάπτυξης του χωριού. Το Βουνόν γνώρισε μια σταθερή δημογραφική εξέλιξη από το 1881 μέχρι το 1973. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 63 |
1891 | 91 |
1901 | 125 |
1911 | 150 |
1921 | 211 |
1931 | 237 |
1946 | 389 |
1960 | 424 |
1973 | 525 |
Από συγκοινωνιακής απόψεως το Βουνόν συνδέεται με το Συγχαρί στα ΒΔ., τον Κουτσοβέντη στα ΝΑ. και μέσω χωματόδρομου με τις Μάνδρες στα Ν.
Το Βουνόν είναι από τα λίγα χωριά της Κερύνειας στα οποία οι τουρκικές δυνάμεις εισβολής εισήλθαν πριν από τις 30 Ιουλίου 1974.
Ιστορικά στοιχεία
Το Βουνόν δεν περιλαμβάνεται στους καταλόγους λουζινιανο - βενετικών φέουδων ή βασιλικών κτημάτων του ντε Μας Λατρί, ούτε και εμφανίζεται στους βενετικούς χάρτες τουλάχιστον με τη σημερινή του ονομασία. Ο Girolamo Dandini, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1596, αναφέρει πως οι Μαρωνίτες βρίσκονται εγκατεστημένοι σε 19 χωριά ή αγρεπαύλεις, μεταξύ των οποίων και το Βουνόν.
Ο Μαρίτι μνημονεύει το χωριό αναφέροντάς το ως Vuna ή Άγιο Ρωμανό από την εκκλησία που είναι αφιερωμένη στον ομώνυμο άγιο. Το χωριό, όπως γράφει ο Μαρίτι, ανήκει στους Μαρωνίτες, που είναι οι κυριότεροι κάτοικοι του χωριού. Ο Τζέφρυ αναφέρεται στη μικρή, χοντροκτισμένη μονόκλιτη εκκλησία του χωριού που είναι χωρίς ενδιαφέρον. Εξάλλου, ο Γκάννις γράφει: Το Βουνόν είναι ένα από τα μαρωνίτικα χωριά και η εκκλησία του είναι αφιερωμένη στον άγιο Ρωμανό. Περιέχει μερικές ενδιαφέρουσες εικόνες όπως του αγίου Γεωργίου (1698), της Παναγίας με το Χριστό (1690), του αγίου Ρωμανού (16ος αιώνας), κλπ.
Βλέπε λημμα: Αγιος Ρωμανός
Σε παλαιές πηγές το χωριό ανευρίσκεται και με την ονομασία S. Romano (= Άγιος Ρωμανός), προφανώς λόγω και της ομώνυμης εκκλησίας. Μια δεύτερη εκκλησία ήταν αφιερωμένη στον άγιο Αντώνιο.
Ο Ολλανδός περιηγητής Κορνέλιους Βαν Μπρούν που, κατά τα πολλά ταξίδια του, περιηγήθηκε και την Κύπρο το 1683, πέρασε και από το Βουνό. Στο σχετικό του κείμενο αναφέρει τα ακόλουθα: «...φθάσαμε στο χωριό με το όνομα Βουνός ή Άγιος Ρωμανός, προερχόμενο από την εκκλησία που υπάρχει εκεί με το ίδιο όνομα. Πήγα στο σπίτι ενός Έλληνα ιερέα όπου κοιμήθηκα. Το δείπνο μας ήταν τόσο φτωχικό, λόγω του ότι οι Έλληνες κληρικοί είναι γενικά τόσο φτωχοί που σπανίως έχουν τα απαραίτητα προς το ζην. Το επόμενο πρωινό ταξιδέψαμε προς το μοναστήρι με το όνομα Πέλλα Παϊς...»
Η αναφορά αυτή του επισκέπτη είναι συγκινητική και δείχνει τη φιλόξενη διάθεση του ιερέα του χωριού που, άνκαι ήταν πολύ φτωχός, φίλεψε και φιλοξένησε τον επισκέπτη (προφανώς και τη συνοδεία του) όσο και όπως μπορούσε. Ότι στο χωριό υπήρχαν Μαρωνίτες κάτοικοι, αναφέρεται από τον Τζιρόλαμο Νταντίνι, ειδικό απεσταλμένο του πάπα, που επεσκέφθη την Κύπρο το 1596-7. Ωστόσο ο Βαν Μπρούν κάνει λόγο για Έλληνα, δηλαδή Ορθόδοξο ιερέα. Φαίνεται ότι στο χωριό θα ζούσαν μαζί και Μαρωνίτες και Έλληνες Ορθόδοξοι την περίοδο της Τουρκοκρατίας, περίοδο κατά την οποία και οι δύο αυτοί επισκέπτες πέρασαν από την Κύπρο.
Κατά τον Ν.Γ. Κυριαζή (Χωριά της Κύπρου, 1952, σσ. 65 και 163-4) οι Μαρωνίτες κάτοικοι του χωριού έγιναν Ορθόδοξοι κατά τα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου, ύστερα από προσπάθειες του τότε επισκόπου Κυρηνείας, του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου και του Χατζηπετράκη, προύχοντα της Κυθρέας.
Οι Τούρκοι, στην προσπάθειά τους να τουρκοποιήσουν κάθε τοπωνύμιο στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, άλλαξαν και την ονομασία του χωριού αυτού. Το μετονόμασαν σε Taskent, που σημαίνει πέτρινος οικισμός.
Μετά την προσφυγοποίηση των κατοίκων του χωριού το 1974, εξαιτίας της τουρκικής εισβολής και κατοχής, στο Βουνόν εγκαταστάθηκαν Τουρκοκύπριοι, κυρίως από το χωριό Τόχνη.
Κοντά στο Βουνόν βρίσκονται δυο σημαντικά μνημεία: το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου προς τα ανατολικά και το κάστρο Βουφαβέντο στην κορφή που δεσπόζει προς τα βορειοανατολικά.
Βλέπε λήμματα: Κάστρο Βουφαβέντο και Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, Κουτσοβέντης
Σε απόσταση 1,1/2 χμ. περίπου στα ΒΔ. του Βουνού βρίσκεται το μοναστήρι της Παναγίας Αψινθιώτιοσας. Το αρχικό όνομα του χωριού φαίνεται ότι ήταν Άγιος Ρωμανός, κι ήταν ένα από τα 60 συνολικά μαρωνίτικα χωριά της Κύπρου κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια. Τελικά όμως οι κάτοικοι του χωριού, όπως κι εκείνοι της γειτονικής Χρυσίδας, ασπάστηκαν την Ορθοδοξία.
Τοπων: Βουνόν, ονομασία που δόθηκε στο χωριό επειδή τούτο βρίσκεται κτισμένο ψηλότερα από κάθε άλλο χωριό της νότιας πλευράς της οροσειράς του Πενταδάκτυλου.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια