Λόφος, χαμηλό βουνό. Η λέξη προέρχεται από το υποκορ. βουνάριον (μικρό βουνό). Η λέξη βουνάριν ή γουνάριν χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει και τον σωρό, ή το στοίβαγμα σε σωρό διαφόρων υλικών ή αντικειμένων. Δίνει επίσης το ρήμα βουναρώννω (κάνω σωρό).
Στην Κύπρο απαντώνται πολλά τοπωνύμια που προέρχονται από τη λέξη, όπως Βούναρος, Γούναρος, Βουνάριν, Βουναρκά, Βουναρκώτισσα κλπ.