Κατά την πολεμική σύρραξη Κύπρου - Γένουας, που άρχισε κατά την ημέρα της στέψεως του Πέτρου Β' Λουζινιανού ως βασιλιά της Ιερουσαλήμ στον Άγιο Νικόλαο Αμμοχώστου, οτις 10 Οκτωβρίου 1372, οι Γενουάτες χρησιμοποίησαν και Βούλγαρους μισθοφόρους, πιθανώς σκλάβους που είχαν αγοραστεί από το δουλεμπόριο των ακτών της Μαύρης Θάλασσας και οι Γενουάτες τους χρησιμοποιούσαν ως πολεμιστές. Όταν κατά τον Ιούνιο / Ιούλιο του 1373 τα γενουατικά πλοία λεηλατούσαν τις ακτές της Κύπρου, συναντώντας αντίσταση σε μερικά μέρη (Πεντάγυια, Αλυκή), αλλού καίγοντας (Λεμεσός, λόγω μικρής στρατιωτικής δυνάμεως αμύνης), για να ενισχύσουν τη δύναμη κρούσεώς τους οι Γενουάτες προσκάλεσαν με διαλαλητές τούς σκλάβους, τούς παροίκους, φονιάδες, κλέπτες ἀποῦ νά θελήσουν νά ἒλθουν εἰς ἐμᾶς νά τούς τζετιάσωμεν [δεχθούμε] καί νά τούς ποίσωμεν καλήν συντροφίαν, καί νά εἶναι ἐλεύθεροι, παντολεύθεροι, καί νά ζήσουν μετά μας, καί μεῖς μετά τους. Τότες ἐσυμπιάστην μιά ὁμάδα Βουργάροι, καί ἐπῆγαν οἱ Γενουβίσοι μετά τους καί οἱ σκλάβοι ἐκουρσεῦγαν καί ἐκουβαλοῦσαν τούς πᾶσα πρᾶγμαν ...καί ἐσυμπιάστησαν [μαζεύτηκαν] Βουργάροι, Ρωμαῖοι, Τατάροι σιμά δύο χιλιάδες ἀνθρώπους, που κυρίευσαν τά καστελλία τῆς Πάφου (Μαχαιράς παρ. 377 - 378), και τα ενίσχυσαν ανυψώνοντάς τα και κατασκευάζοντας τάφρο που την γέμισαν με νερό εισρέον από τη θάλασσα, έτσι που οι Κυπριώτες δεν μπορούσαν να τους την αφαιρέσουν με τις πολιορκητικές τους μηχανές. Προφανώς οι Βουργάροι και οι Ρωμαίοι (=Έλληνες από την Ρωμανίαν), καθώς και οι Τατάροι, ήταν σκλάβοι αγορασμένοι από τη Ρωμανία, που ζούσαν ήδη στην Κύπρο, όχι αναγκαστικά στα χέρια των Γενουατών αλλά στην υπηρεσία κάθε κατηγορίας και εθνικότητας Κυπρίων. Τώρα έσπευσαν να αποδεχθούν την πρόσκληση - υπόσχεση των Γενουατών για να πετύχουν την απελευθέρωσή τους.
Κατά την επίθεση του πρίγκιπα της Αντιοχείας και του ἐμπαλῆ της Πάφου κατά του πύργου της πόλης με άλογα και πεζούς στις 3 Ιουλίου 1373, νίκησαν οι πολιορκούμενοι Βούλγαροι και οι Γενουάτες που τους διοικούσαν, διότι οι Κύπριοι δεν είχαν σκουταρία, παρά την χρήση του ελληνικού λαμπρού (= υγρού πυρός) από τον πρίγκιπα και παρά τις ζημιές που προκάλεσε μ' αυτό στα γενουατικά κάτεργα. Μετά την αναχώρηση του πρίγκιπα στη Λευκωσία, αφού κατάλαβε τη ματαιότητα της επιχείρησής του, οι Γενουάτες ἐβγάλαν το σκλαβολογίαν, δηλαδή άρχισαν να μαζεύουν σκλάβους απ' όλη την ἐνορίαν (= επαρχία) Πάφου.
Στη συνέχεια των παράδοξων και αντιφατικών γεγονότων που ακολούθησαν, με την βασιλομήτορα Ελεονώρα της Αραγονίας και τον γιο της Πέτρο Β' στα χέρια των Γενουατών στην Αμμόχωστο, η πρώτη φαινομενικά δεχόμενη την πρόταση του Γενουάτη ναυάρχου Κάμπο Φρεγόζο (Campo Fregoso), αφέθηκε με δύναμη 700 Γενουατών να εγκαταλείψει την Αμμόχωστο, ακολουθούμενη σε λίγο από τον υπηρέτη της Λευκό Γενουάτη Δημητράκη Δανιήλ, υπό τον όρο να γράψει στον κοντοστάβλη να παραδώσει στους Γενουάτες το φρούριο της Κερύνειας, που αυτοί θα κρατούσαν για λογαριασμό της. Σε γράμμα που ο Πέτρος έστειλε από τη φυλακή του μυστικά, μέσω του Δημητράκη Δανιήλ, στη μητέρα του της συνιστούσε να περιμένει λίγες μέρες στη Λευκωσία κι απ' εκεί να στείλει μυστικό μήνυμα στους Βουλγάρους που είχαν (ημι) εγκαταλείψει τους Γενουάτες και προσχωρήσει στην παράταξη του βασιλιά και της μητέρας του, με το οποίο να επιβεβαιώσει προς αυτούς την υπόσχεση που τους είχε δώσει ο θείος του κοντοστάβλης- που κρατούσε την Κερύνεια - ότι θα τους απελευθερώσει, υπό τον όρο να φρουρούν τα παραγιάλια˙ επίσης να τους ζητήσει να στρατοπεδεύσουν στο πέρασμα προς την Κερύνεια και να φρουρούν τους δρόμους, να διώξουν από εκεί τους Γενουάτες, να παραλάβουν την Ελεονώρα μόλις την δουν να έρχεται, και όταν μπει στην Κερύνεια να την φυλάγουσιν ὡς γοιόν τά ’μμάτια τους. (Μαχ., 427).
Η προσχώρηση των Βουλγάρων της Πεντάγυιας και της Πάφου στους Λουζινιανούς πρέπει να οφειλόταν σε δυσαρέσκεια σχετικά με τους όρους υπό τους οποίους διήγαν στην υπηρεσία των Γενουατών «ελευθερωτών» τους, προφανώς σκληρούς και ασύμφωνους προς τις υποσχέσεις τους. Όταν η βασίλισσα στις 4 Δεκεμβρίου 1373 (Κυριακή) έφθασε στη Λευκωσία, κωλυσιεργούσε, αλλά οι Γενουάτες πήραν απ' αυτήν τα κλειδιά της πόλης, προσπάθησαν ν' αφοπλίσουν το λαό, Έλληνες και Αρμενίους, που τους πήραν τα κλειδιά τῆς πόρτας τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου καί τοῦ Φόρου, σκοτώνοντας πολλούς. Με έκκληση στη βασίλισσα οι Γενουάτες ξαναπήραν τα κλειδιά κι οχυρώθηκαν μέσα στην πρωτεύουσα. Στις 7 Δεκεμβρίου 1373 ο κοντοστάβλης που υπεράσπιζε το πέρασμα προήλασε προς τη Λευκωσία με μεγάλη δύναμη Βουλγάρων, για να μπουν στην πόλη. Μαζί τους ενώθηκαν και 30 ιππότες και πολλοί πεζοί από τη Λευκωσία υπό τον σιρ Ματθαίο ντε Βιλλιέ. Οι Γενουάτες ἐτρόμαξαν καί γροικῶντα τά αὐτά μαντάτα τό πλῆθος τούς λᾶς τῆς χώρας ἐπῆγεν μέ μεγάλην καρδίαν νά τζακκίσουν τές πόρτες τῆς χώρας τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, καί... ἐπῆραν τόν κούφανον [=σημαία] καί ἐπῆγαν νά προσδεκτοῦν τόν κοντοσταύλην˙ καί ἐπῆγαν μερτικόν Γενουβίσοι νά τούς κωλύσουν, καί ἐσκοτῶσαν τους (Μαχ., 434). Οι πολυάριθμοι Γενουάτες προσπάθησαν να εμποδίσουν την έξοδο των Κυπρίων προς τον κοντοστάβλη, κυνηγήθηκαν και πρόβαλαν αντίσταση στο γεφύρι των Αγίων Αποστόλων, όπου τους επετέθη κατ' εντολή του κοντοστάβλη ο σιρ Νικόλας Λάζε, με 150 τοξότες από τον στρατό του κοντοστάβλη, ίσως ανάμεσά τους και Βούλγαροι. Οι Γενουάτες φοβήθηκαν και κατέφυγαν στη βασίλισσα, που κάνοντας στρατηγικό ή μάλλον τακτικό ελιγμό, διέταξε τον βισκούντη σιρ Ιωάννη ντε Νωβίλ να δώσει εντολή στον κοντοστάβλη να απομακρυνθεί από τη Λευκωσία με τον στρατό του. Ο κοντοστάβλης υπάκουσε και μετέφερε τον στρατό του μαζί με τους Βούλγαρους στην Κερύνεια και φρουρούσε το πέρασμα κατά την παλαιά διαταγή της Ελεονώρας.
Στη Λευκωσία επεκράτησε αναρχία, λεηλασίες, σφαγές Κυπρίων από τους Γενουάτες (Δεκέμβριος 1373), και ακολούθησε αποστολή του σιρ Θωμά ντε Μοντολίφ ντε Βερνί στην Κερύνεια. Κατά τις 19 Δεκεμβρίου 1373 η βασίλισσα πήγε στην Κερύνεια με τη συγκατάθεση των Γενουατών για να πείσει, δήθεν, τον κοντοστάβλη να παραδώσει την πόλη σ' αυτούς. Λίγο αργότερα έφθασαν στην Σίντα οι Βούλγαροι συνοδευόμενοι από τον κοντοστάβλη, μόλις έμαθε για την αποστολή της λείας από τους Γενουάτες στην Αμμόχωστο. Αφού οι Βούλγαροι συνέλαβαν τέσσερις Γερμανούς προσκόπους των Γενουατών, επετέθησαν εναντίον τους μέ δοξαρία καί ἐφωνάζαν: «Βίβα ρέ Πιέρ»!και σκότωσαν πολλούς. Άλλοι κρύφτηκαν κάτω από τ' αμάξια της πομπής της λείας, και κατά το ξημέρωμα οἱ Βουργάροι ὃπου ' μείναν ὀπίσω, εἶδαν τους καί ἐπῆγαν νά τού(ς) σκοτώσουν μέ τά κονταρία καί σπαθία (Μαχ., 455), τον Ιανουάριο του 1374. Αυτοί παραδόθηκαν, αλλά οι Βούλγαροι παρ' όλα αυτά ήθελαν να τους σκοτώσουν. Τους έσωσε όμως ο Μπαξής Αντώνης, Άραβας δούλος του αρχιεπιστάτη των μεταφορών (σακκουμάνου) Κοσμά Μαχαιρά, που τους φρουρούσε αναμένοντας τον κύριό του και τον κοντοστάβλη από μια αποστολή κατοπτεύσεως ˙ τους άκουσε να φωνάζουν γαλλικά «σώστε μας», καθώς έβλεπαν την απειλή των Βουλγάρων κατά την αυγή. Δεμένοι οι αιχμάλωτοι, έξι τον αριθμό, μεταφέρθηκαν μαζί με τη λεία στην Κερύνεια από τον κοντοστάβλη και τους Βουλγάρους του. Κατά τη μετάβαση της ρήγαινας Ελεονώρας στην Κερύνεια, οι Βούλγαροι επίσης απέκρουσαν τους συνοδούς της Γενουάτες, όταν αυτή τους ξέφυγε με τη μούλα της στα μισά του δρόμου, και σκότωσαν πολλούς. Στις 14.1.1374 όμως οι Γενουάτες, που είχαν υποχωρήσει στη Λευκωσία, ξαναγύρισαν μέσω Δικώμου με τον Πέτρο Β' μαζί τους. Αλλά υπέστησαν μεγάλη φθορά από τους Βουλγάρους για οκτώ μέρες. Στις 22.1.1374 όμως ανέλαβαν επίθεση, οδηγημένοι από Έλληνα ιερέα που είχε πεισθεί για την πρόθεσή τους να πάρουν την Κερύνεια για τον (αιχμάλωτό τους) βασιλιά Πέτρο Β'. Από ένα μονοπάτι χτύπησαν τους Βουλγάρους και ἄλλους λᾶς που φρουρούσαν ξέγνοιαστοι πια, μετά τις νίκες τους το πέρασμα (Διάβαν). Οι Βούλγαροι προσπάθησαν να διαφύγουν· πολλούς, περίπου 100, ἐκατακόψαν οι Γενουάτες, οι δε υπόλοιποι κατέφυγαν στον Άγιο ιλαρίωνα. Όταν στις 4 Φεβρ. 1374 οι Γενουάτες ετοιμάζονταν για μάχη έξω από την Κερύνεια, οι Βούλγαροι ἀππηδῆσαν καί ἐπῆραν τες τις σκάλες με τις οποίες θα αναρριχώνταν στο κάστρο της Κερύνειας καί ἐσκοτῶσαν ἀποῦ τές ἐπῆραν, μεταφέροντάς τις μαζί με όσους αιχμαλώτους έπιασαν στον Άγιο Ιλαρίωνα (Μαχ., 471).
Ενώ η ατελέσφορη πολιορκία της Κερύνειας συνεχιζόταν, οι Βούλγαροι ἐκατακόψαν τον ιερέα, που έφυγε μετανοιωμένος από το γενουατικό στρατόπεδο στις 4 Φεβρουαρίου 1374, καθώς και τους Γενουάτες που στέλνονταν για ανεφοδιασμό του στρατοπέδου τους, αρπάζοντάς τους τα τρόφιμα και μεταφέροντάς τα στον Άγιο Ιλαρίωνα (Μαχ., 480, 481). Στις 27.2.1374 ο σιρ Τζουάν Περότ πήρε αριθμό Βουλγάρων, μ' εντολή του κοντοστάβλη και του πρίγκιπα, στη Λευκωσία για να την αποκλείσει και να την αποκόψει από τους Γενουάτες πολιορκητές της Κερύνειας. Στις 28 Φεβρουαρίου 1374 Βούλγαροι επετέθησαν και κατέσχεσαν γενουατικό καραβάνι από καμήλες φορτωμένες με εφόδια που περνούσε από τα Στενά προς την Κερύνεια, και τα μετέφεραν σχεδόν όλα στον Άγιο Ιλαρίωνα, σκοτώνοντας τους συνοδούς Γενουάτες. Όταν οι Γενουάτες μετέφεραν, μαζί με στόλο, τρεις πολιορκητικές μηχανές στην Κερύνεια, ο κοντοστάβλης έστειλε έξι Βουλγάρους έξω από την Κερύνεια και τις κατέστρεψαν με φωτιά και πέτρες, καίγοντας αυτούς που ήταν μέσα. Όταν οι Γενουάτες συνειδητοποίησαν τη ματαιότητα της πολιορκίας της Κερύνειας, έφυγαν στη Λευκωσία, και μέσω των Βουλγάρων, προφανώς μερικών που ήταν ακόμη στην υπηρεσία τους και άλλων που έπαιζαν διπλό παιγνίδι, μήνυσαν την είδηση στον βασιλιά και στον Γενουάτη ναύαρχο στην Αμμόχωστο, ενώ άλλοι Βούλγαροι, κατ' άλλες πηγές borghesi = αστοί, που ήταν έξω από τη Λευκωσία, μαθαίνοντας την αποχώρηση των πλείστων Γενουατών στην Αμμόχωστο έκαμναν σχέδια κατάληψης της Λευκωσίας, τα οποία συνέχισαν η βασίλισσα και ο πρίγκιπας της Αντιοχείας ανεπιτυχώς με τους αδελφούς Ουρμπινό. Στο μεταξύ ο πρίγκιπας της Αντιοχείας, θείος του Πέτρου Β', βρισκόταν στον Άγιο Ιλαρίωνα μέ τούς σκλάβους, τούς Βουργάρους, Ρωμανίτες καί Τατάρους, καί πουρζέζιδες (Μαχ., 509). Στα πλαίσια της διευθέτησης που ακολούθησε (Οκτ. 1374) μεταξύ Γενουατών και Ελεονώρας (η οποία επωφελήθηκε από αυτήν για να εκδικηθεί τους δολοφόνους του συζύγου της Πέτρου Α΄), η τελευταία έπεισε τον πρίγκιπα της Αντιοχείας, που τον υποπτευόταν για συνενοχή στη δολοφονία, ότι οι Βούλγαροί του σχεδίαζαν να τον σκοτώσουν και να γίνουν κύριοι του κάστρου. Έτσι θα τον αδυνάτιζε στρατιωτικά, πείθοντάς τον να τους σκοτώσει πρώτος εκείνους, αφού είχε ήδη απαλλαγεί από τον κοντοστάβλη (τον Ιάκωβο Λουζινιανό) στέλλοντάς τον στη Δύση, αφού παρέδωσε την Κερύνεια στον Λουκά ντ' Αντιγιώμ. Ο κοντοστάβλης δέχθηκε να παραδοθεί αφού διαπίστωσε ανεπάρκεια των τροφίμων λόγω απάτης του Μοντολίφ ντε Βερνί που δεν αγόρασε εφόδια, όπως είχε διαταχθεί, αλλά καταχράσθηκε τα χρήματα της βασίλισσας, πράγμα που μπορούσε, κατά τους υπολογισμούς του κοντοστάβλη, να προκαλέσει εξέγερση των Βουλγάρων που βρίσκονταν υπό τις διαταγές του. Τι έγιναν αυτοί μετά τη συνθήκη ειρήνης δεν γνωρίζουμε. Πάντως πρέπει να επέζησαν στην υπηρεσία των Λουζινιανών. Οι Βούλγαροι, όμως, του Αγίου Ιλαρίωνος είχαν κακό τέλος. Μόλις η Ελεονώρα έφθασε στη Λευκωσία από την Κερύνεια (αρχές Απριλίου 1374), μήνυσε στον πρίγκιπα τον «κίνδυνο» που διέτρεχε από τους Βουλγάρους. Αυτός ἒδωκεν πίστιν εἰς τό χαρτίν τῆς ἐχθρῆς του... καί ἒππεσεν εἰς ἁμαρτίαν μεγάλην, ὃτι ἂδικα ἐφόνευσεν τές ψυχές. Τους έφερε ψηλά στο κάστρο, κάθισε αυτός στον γούλαν, φώναζε ένα - ένα τους Βουλγάρους, και άνθρωποί του τους έριχναν από το παραθύριν κάτω, καί ἐσκοτώννουνταν εἰς τόσον κρεμμόν καί ὁ ὓστερος..,ἐγλύτωσεν, ὃτι ἐκρεμμίσαν τον καί δέν ἐσκοτώθην, νά φανερωθῇ τό πῶς ἂδικα τούς ἐσκοτῶσαν καί ἒζησεν πολλύν καιρόν μετά ταῦτα (Μαχ., 552, πρβλ. 556, 558). Η απώλεια των Βουλγάρων και του πρίγκιπα έπειτα, έδωσε πάλι στους Γενουάτες ελπίδες ότι μπορούσαν να καταλάβουν την Κύπρο (Μαχ. 558). Άλλες ειδήσεις γι’ αυτούς όμως δεν έχουμε.
Οι περαιτέρω σχέσεις Κύπρου - Βουλγαρίας υπάγονται σ' άλλα επίπεδα, ιδίως στο εκκλησιαστικό και στο εμπορικό. Κατά τον 19ο αι. Κύπριοι έμποροι, δάσκαλοι, κληρικοί κλπ. ζούσαν μεταξύ των Ελλήνων της Βουλγαρίας. Ο Χαρίτων εξελέγη μητροπολίτης Μεσημβρίας το 1896 και παραιτήθηκε το 1906. Στην Ανατολική Ρωμυλία, η οποία προσαρτήθηκε στο Βουλγαρικό κράτος το 1885, υπηρέτησαν και άλλοι Κύπριοι ιερωμένοι. Ανάμεσά τους ο ιερομόναχος Ευστράτιος από τον Πεδουλά, ο οποίος διέμενε στην Αγχίαλο στα μέσα του 19ου αιώνα και ο αρχιμανδρίτης Μακάριος Σκλαβούδης. Ο τελευταίος ήταν ηγούμενος στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας της Πετριτσονιτίσσης αλλά εκδιώχθηκε από αυτό το 1894, όταν φανατικοί Βούλγαροι προσπάθησαν να εκβουλγαρίσουν την περιοχή. Γύρω στα 1860 ο Κυκκώτης Χαρίτων από τα Καμινάρια υπήρξε μητροπολίτης Μεσημβρίας, και στις 29 Αυγούστου 1872 (29 Αυγ. - 17 Σεπτ.) ο Κύπρου Σωφρόνιος μετείχε στη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως που ασχολήθηκε με το σχίσμα της Βουλγαρικής Εκκλησίας και την κήρυξε σχισματική. Αργότερα, μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο οι σχέσεις των δυο Εκκλησιών αποκατεστάθησαν και είναι φιλικότατες.
Σήμερα η Βουλγαρία είναι από τις πιο φιλικές προς την Κύπρο χώρες, διατηρεί στενούς εμπορικούς και πολιτιστικούς δεσμούς με αυτήν, και πολλοί Κύπριοι σπουδάζουν εκεί. Επίσης η Βουλγαρία υποστηρίζει την Κύπρο στα διεθνή βήματα. Και οι δυο χώρες αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα με την τουρκική μειονότητα που ζει σ' αυτές. Μεταξύ του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών της Κύπρου και της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών έχει συναφθεί συμφωνία συνεργασίας, που προνοεί σημαντικές επιστημονικές ανταλλαγές. Θεμελιώδεις πηγές της κυπριακής ιστορίας (οθωμανικά έγγραφα) βρίσκονται στη Βιβλιοθήκη Κυρίλλου και Μεθοδίου της Σόφιας, απ' όπου κατάλογός τους εκδόθηκε από τον Κύπριο οθωμανολόγο Ιωάννη Θεοχαρίδη, που σπούδασε στη Σόφια (Κατάλογος Ὀθωμανικῶν Ἐγγράφων ἀπό τά Ἀρχεῖα τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Σόφιας, 1577-1878, Λευκωσία, Κ.Ε.Ε., 1984).